Η παρούσα εργασία είναι μια έρευνα της φοιτήτριας Κυριακής Γαϊτανίδου, σχετική με την έννοια του ήχου, της απουσίας αυτού και του χώρου. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με αφορμή την ανάγνωση ενό βιβλίου, "η κραυγή του γλάρου", της Emmanuelle Labori.
|Διαθεματική Έρευνα|
Εξάμηνο 7ο- Έτος 4ο
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών- Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Καθηγητής: Φ . Ωραιόπουλος
Φοιτήτρια: Κυριακή Γαϊτανίδου
2019-2020
Εξάμηνο 7ο- Έτος 4ο
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών- Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Καθηγητής: Φ . Ωραιόπουλος
Φοιτήτρια: Κυριακή Γαϊτανίδου
2019-2020
Εκκωφαντική σιωπή |ο ήχος της γραφής |
Εκκωφαντική σιωπή. Όραση ,αφή
,γεύση ,όσφρηση, ακοή …ακοή… χώρος. Οι αισθήσεις μας είναι αυτές που σηματοδοτούν
την ύπαρξη μας ή μήπως όχι; Όταν μια κραυγή παραχθεί σε έναν χώρο γίνεται
αντιληπτή; Πως είναι δυνατόν κάποιος να εξετάσει το αίσθημα που δημιουργεί μια
αίσθηση; Η κύηση μιας ενδεχόμενης ετεροτοπίας των αισθήσεων με τρομάζει ενώ ταυτόχρονα πάλλομαι στο μεταίχμιο των ιχνών
που αφήνουν στον χώρο και στον χρόνο οι δικές μου αισθήσεις με εκείνες δύο συγκεκριμένων γλάρων που με στιγμάτισαν κατά την πτήση τους.
Αισθάνθηκα κάτι, μια ανάγκη εκ των έσω , να φωνάξω, να κραυγάσω, σαν τους
γλάρους δίχως όμως να ακουστώ. Γίνεται;
Το ερώτημα αυτό αποσκοπώ να απαντήσω στο τέλος της παρούσας έρευνας. Ο ήχος και
η σιωπή, το αντρόγυνο που γέννησαν την γραφή, και έκτοτε έγινε το αδύνατο
δυνατό, η άρτια επικοινωνία του νου στο χώρο. Αυτήν την ιστορία θα σας διηγηθώ.
Ο πρώτος γλάρος, η Emmanuelle Labori. Ούσα εκ γενετής κουφή, κραυγάζει επιχειρώντας να παράξει ήχο ώστε να επικοινωνήσει με τους "άλλους", τους μη-γλάρους, με έναν άλλον κόσμο, ξένο, διαφορετικό από τον δικό της. Ματαιοπονεί, αφού μέχρι και την τρυφερή ακόμα ηλικία των 7 χρόνων, δεν γνωρίζει για την γλώσσα των νευμάτων και συνεπώς βρίσκεται στην "μαύρη σιωπή" όπως χαρακτηρίζει και η ίδια την κατάσταση που βίωνε καθημερινά. Πάρα ταύτα, η έλλειψη της ακοής, προσπαθούσε να ισορροπήσει έχοντας αναπτύξει περαιτέρω τις άλλες αισθήσεις της και ιδιαίτερα αυτή της όρασης, παρατηρώντας κάθε λεπτομέρεια προκειμένου να βρεθεί σε επικοινωνία, γκρεμίζοντας όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα την μοναξιά που της δημιουργούσε η σιωπή.
(σελ.29 Η κραυγή του γλάρου|Εmmanuelle Labori|)<< Όταν υπάρχει κόσμος, παρατηρώ πολύ τα πρόσωπα. Ανακαλύπτω τα τικ, όλες τις μανίες των ανθρώπων. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν κοιτάζουν τον συνομιλητή τους, όταν μιλούν στο τραπέζι. Παίζουν με τις πετσέτες τους. Με τα μαλλιά τους. Είναι εικόνες που κάνουν διάφορα πράγματα . Δεν μπορώ να εκφράσω αυτό που νιώθω. Βλέπω. Βλέπω αν είναι χαρούμενοι, αν δεν είναι. Βλέπω αν είναι εκνευρισμένοι. Ή αν δεν ακούν τους άλλους. Ακούω με τα μάτια μου, μα δεν είναι αρκετό. Καταλαβαίνω πως επικοινωνούν μεταξύ τους με το στόμα, μα εκεί πρέπει να υπάρχει η διαφορά. Εκείνοι κάνουν θόρυβο με το στόμα τους. Εγώ δεν ξέρω τι σημαίνει θόρυβος. Ούτε σιωπή. Δεν έχουν νόημα αυτές οι δύο λέξεις. Μόνο που βαθειά μέσα μου δεν υπάρχει σιωπή. Ακούω σφυρίγματα, διαπεραστικά. Πιστεύω πως έρχονται από μακριά, έξω από μένα, όχι όμως, είναι οι δικοί μου θόρυβοι , μόνο εγώ τους ακούω. Είμαι εσωτερικός θόρυβος και εξωτερική σιωπή;>> Αυτός ο μικρός γλάρος μέχρι τα 7 του χρόνια, ώσπου να ανακαλύψει την φωνή της, με την γλώσσα των νευμάτων, βίωνε τον εγκλωβισμό της σε έναν αόρατο τοίχο που την διαχώριζε από τους ήχους. Ένας τοίχος από διάφανο γυαλί και μπετόν ταυτόχρονα. Το μυαλό ενός κουφού παιδιού δεν αναπτύσσεται με τον ίδιο τρόπο όπως ενός παιδιού που ακούει. Έχει άλλες ιδιαιτερότητες και συνεπώς επιβάλλει διαφορετικές προσεγγίσεις εκμάθησης. Η Εmmanuelle αποκαλύπτει στην αυτοβιογραφία της, την δυσκολία της να αντιληφθεί απλές έννοιες. Ακόμα και τη λέξη έννοια δεν μπορούσε να την συλλάβει το μυαλό της. Αυτό εναπόκειται στον ανθρώπινο εγκέφαλο και στη χημεία του. Ένας άνθρωπος που ακούει, από τη νηπιακή του ηλικία συνδέει τον ήχο με την εικόνα σχηματίζοντας μια επικείμενη έννοια. Αυτό είναι αδύνατον να συμβεί με την ίδια ευκολία σε έναν μυαλό που δεν ακούει εκ γενετής. Οι ακούοντες δημιουργούν λέξεις από ήχους χωρίς καν να το συνειδητοποιήσουν. Ταυτίζουν μια οπτική λέξη που είναι γραμμένη στο χαρτί με το ηχόχρωμα που αυτή δημιουργεί. Η κάθε λέξη συνεπώς έχει και τον ήχο της για εμάς. Ο γλάρος όμως δεν μπορεί να δημιουργήσει αυτήν την αντιστοιχία στο μυαλό του και έτσι δημιουργεί συσχετισμούς οπτικούς και φανταστικούς, μια δική του ετεροτοπία με άλλα λόγια. Συσχετίζει τις λέξεις που βλέπει και τoυ επιβάλλουν να μάθει, με χρώματα. Ο ήχος και η γραφή είναι αλληλένδετα στον χώρο και στη γεωμετρία αυτού. Ίχνη ήχου που αποτυπώνονται στον αέρα για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και έπειτα χάνονται στο "ορατό" φάσμα, αλλά πάντα παραμένουν στην λήθη του χωροχρόνου. Αυτό δεν συμβαίνει και με την γραφή. Τα ίχνη αυτής δεν σβήνονται με την ίδια ευκολία, θα υπάρχουν μέχρι κάποιος παράγοντας να εξαφανίσει την υλική τους υπόσταση, αλλά και πάλι η άυλη ψυχή τους θα παραμένει και αυτή αιώνια στον χώρο περιπλανώμενη στα μυαλά μας. Η μουσική; Είναι ήχος η μουσική; Όχι. Αυτή ανήκει σε μια άλλη κατηγορία, καθώς αγγίζει όλες τις αισθήσεις. Τοιουτοτρόπως θα αδικούσαμε αυτήν την ύψιστη τέχνη αν την συνδιαλέγαμε με την έννοια του ήχου. Η Emmanuelle αναφέρει χαρακτηριστικά:
(σελ.34 Η κραυγή του γλάρου|Εmmanuelle Labori|)<< Ένα βράδυ ο θείος Φιφού, που ήταν μουσικός, έπαιζε κιθάρα. Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Όλη η οικογένεια ακούει . Εκείνος θέλει να λάβω και εγώ μέρος. Μου ζητάει να δαγκώσω την κιθάρα. Εγώ δαγκώνω και αυτός αρχίζει να παίζει. Κάθομαι εκεί ώρες, δαγκώνοντας. Νιώθω όλες τις δονήσεις μες στο κορμί μου, τις ψηλές και τις χαμηλές νότες. Η μουσική μπαίνει στο κορμί μου, μένει εκεί, αρχίζει να παίζει μέσα μου. Η μαμά με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Επιχειρεί να κάνει το ίδιο, μα δεν αντέχει, λέει της σφυροκοπάει το κεφάλι.[…] Νιώθω με τα πόδια, με όλο μου το κορμί λες και είμαι ξαπλωμένη καταγής. Και φαντάζομαι τον ήχο, πάντα τον φανταζόμουν. Το σώμα μου με φέρνει σε επαφή με τη μουσική. Τα γυμνά μου πόδια κλέβουν τον παλμό από το έδαφος , είναι σαν να την βλέπω, με χρώματα. Το πιάνο έχει χρώματα, όπως και η ηλεκτρική κιθάρα και τα αφρικανικά τύμπανα. Τα κρουστά, δονούμαι μαζί τους. Το βιολί όμως δεν μπορώ να το συλλάβω. Δεν μπορώ να το νιώσω με τα πόδια μου. Το βιολί πετάει, θα πρέπει να μοιάζει οξύ σαν πουλί, σαν κελάηδημα πουλιού, είναι ασύλληπτο. Είναι μια μουσική που ανεβαίνει ψηλά, στον ουρανό, δεν έχει σχέση με τη γη. Κι η μουσική είναι ένα ουράνιο τόξο από ζωντανά χρώματα.[…] Με την κλασσική μουσική δυσκολεύομαι πολύ. Αιωρείται τόσο ψηλά. Δεν μπορώ να την φτάσω. Η μουσική είναι μια γλώσσα πέρα από τις λέξεις, μια γλώσσα παγκόσμια. Είναι η πιο υψηλή τέχνη που υπάρχει, κατορθώνει να δονεί το ανθρώπινο σώμα. Μα η διαφορά ανάμεσα στην κιθάρα και το βιολί είναι για εμένα αίνιγμα.[…] Το πεδίο της μουσικής όμως είναι απέραντο, αχανές. Συχνά, νιώθω να χάνομαι. Ακολουθώ τις εντολές του κορμιού μου.>>
Συνεπώς η μουσική μπορεί να γίνει αντιληπτή και από άτομα που δεν ακούνε με τα αυτιά τους , αλλά με την ψυχή τους, μέσα από τη σιωπή τους, επιτρέποντας αυτήν να διεισδύσει στον χώρο και να επικοινωνήσει. Ο πρωταγωνιστής γλάρος μας όμως, η Emmanulle, δεν αρκείται στην μουσική ως εργαλείο μεσολάβησης για να επικοινωνήσει. Η σιωπή της κραυγάζει τόσο δυνατά, ψάχνει απεγνωσμένα να πετάξει , ολοένα και πιο ψηλά μέχρι να επιτύχει τον στόχο του. Σαν ένας σωστός γλάρος δηλαδή, ένας άλλος γλάρος Ιωνάθαν, του Richard Bach. Ο Ιωνάθαν Λίβινγκτον γλάρος, ήταν διαφορετικός όπως και η Emmanuelle. Δύο γλάροι που τους επέβαλλαν να υποταχθούν, να απαρνηθούν την ιδιαιτερότητά τους, τους στόχους, τα όνειρά τους, τις σκέψεις τους, και να σωπάσουν ακολουθώντας την μάζα. Όμως, οι γλάροι δεν σωπαίνουν. Οι γλάροι κραυγάζουν . Από την μια πλευρά ο Ιωνάθαν ήθελε να ανακαλύψει τα πάντα γύρω από την ικανότητά του να πετάει, και από την άλλη, η Emmanuelle πάλεψε μέσα στη σιωπή για να μπορέσει τελικά να την εγκολπωθεί στη ζωή της και όχι να την υποτάξει όπως της επέβαλλε η κοινωνία. Ο Ιωνάθαν προσπαθώντας και αποτυγχάνοντας κατάφερε να γίνει βιρτουόζος στο πέταγμα. Όταν μπόρεσε να αντιληφθεί με την βοήθεια των δασκάλων του ότι δεν είναι ένας απλός γλάρος με άνοιγμα φτερών ενός μέτρου, αλλά πολλά περισσότερα, καθώς διέθετε την σκέψη του, τότε αποκαλύφθηκε άνοιξε μπροστά του ένας κόσμος αλήθειας και δυνατοτήτων. Τότε μόνο κατάλαβε τι πραγματικά είναι ικανός να επιτύχει . Κατά ανάλογο τρόπο , ο γλάρος Emmanuelle, μπόρεσε να ξεφύγει από τα δεσμά της κώφωσης της , όταν ανακάλυψε με την αρωγή των γονιών της την γλώσσα των νευμάτων. Ο χώρος όπως τον ξέρουμε οριοθετείτε από διάφορους παράγοντες, στην περίπτωση της Emmanuelle, η κώφωση, και ο φόβος σε εκείνη του Ιωνάθαν. Ο χώρος μας "δεσμεύει" στην ασύμμετρη γεωμετρία του. Αυτοί οι δύο γλάροι μας διδάσκουν ότι ο χώρος γίνεται απέραντος όταν καταλύσουμε τα στεγανά του νού μας, όταν χαλιναγωγήσουμε τις αισθήσεις μας και μεταβούμε σε μια καινούρια δική μας γραφή του χώρου. Γινόμαστε εμείς οι αρχιτέκτονες τις "πόλης" μας οραματιζόμενοι το περιβάλλον στο οποίο θα δημιουργήσουμε.
Η σιωπή γνώρισε τον ήχο. Η γέννηση τους ταυτόχρονη από την απαρχή του κόσμου. Ο ένας ζει για τον άλλον. Ο απόλυτος έρωτας, η αληθινή ολοκλήρωση. Στον ετεροτοπικό αυτό χωροχρόνο γεννήθηκε η γραφή. Η πρώτη κόρη, είναι η προφορική γραφή. Τα ίχνη της φωνής στο χώρο. Για τους γλάρους, όπως η Εmmanuelle, η προφορική γραφή είναι επώδυνη. Αναγκάζονται να παράγουν ήχους που ποτέ δεν θα φτάσουν στα αυτιά τους και ποτέ δεν θα κατανοήσουν το νόημα τους. Απαραίτητο μέσο όμως για να συνεννοηθούν και να επικοινωνήσουν τις ανάγκες τους με τους "άλλους". (σελ.55 Η κραυγή του γλάρου|Εmmanuelle Labori|)<<Επαναλαμβάνουμε την ίδια λέξη ώρες ολόκληρες. Μιμούμαι αυτό που βλέπω στα χείλη, με το χέρι ακουμπισμένο στο λαιμό της εκπαιδεύτριας. Κάθε φορά που προφέρω μια λέξη, γράφεται μια συχνότητα στην οθόνη ενός μηχανήματος. Πράσινες γραμμούλες χορεύουν μπροστά στα μάτια μου. Πρέπει να ακολουθώ τις γραμμούλες που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, εκτείνονται, πηδούν και ξαναπέφτουν. Τι σημαίνει η λέξη για μένα πάνω σε αυτήν την οθόνη; Μια προσπάθεια να ανεβάσω την δική μου πράσινη γραμμούλα στο ίδιο ύψος με εκείνη της εκπαιδεύτριας. Είναι κουραστικό να επαναλαμβάνουμε τη μια λέξη μετά την άλλη, χωρίς να καταλαβαίνουμε το νόημα της ίδιας της λέξης. Φωνητική άσκηση.>> Εκείνη την χρονική περίοδο ο πατέρας της Εmmanuelle τυχαία ανακάλυψε για μια σιωπηλή γλώσσα, την γλώσσα των νευμάτων . Είναι μια ολοκληρωμένη γλώσσα που μιλιέται με τα χέρια, την έκφραση του προσώπου, το κορμί. Για την Γαλλική κοινωνία του 1970, η αναγνώριση αυτής της γλώσσας φάνταζε αποτρόπαιο έγκλημα καθώς οι χειρονομίες που παράγονται στον χώρο , θεωρείτο προκλητικές και αγενείς. Τοιουτοτρόπως, αυτή η "γραφή" στον αέρα , στο κενό, που θα αποτελούσε στη συνέχεια το εφαλτήριο της Emmanuelle για την προσωπική αλλα και συλλογική επανάστασή της, για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων της, για το μέλλον της, ήταν απαγορευμένη και συνεπώς όφειλε να καταπιέσει την φύση της, την κώφωση της, και να διδαχθεί με την βοήθεια της φωνητικής πώς να συμπεριφέρεται όπως ένας ακούοντας . Ο ακρογωνιαίος λίθος που υπολείπεται από την κοινωνία εκείνης της δεκαετίας έιναι η αληθινή έννοια της γραφής. Ο Vilem Flusser, φιλόσοφος και θεωρητικός της επικοινωνίας και κριτικός της τέχνης και της τεχνολογίας, διερωτάται τον λόγο που οι άνθρωποι γράφουν αλφαβητικά διαμέσου μιας ομιλούμενης γλώσσας έναντι της δημιουργίας κάποιου κώδικα . Ο Flusser υποστηρίζει ότι η ομιλούμενη γλώσσα σπεύδει προς την γραφή ,για να γίνει γραφόμενη γλώσσα και με αυτόν τον τρόπο να επιτύχει την ωριμότητά της. Προσπαθεί με άλλα λόγια, να αποτυπωθεί στον χωροχρόνο. Νιώθει ανασφαλής ο προφορικός λόγος, ο ήχος, θεωρεί ότι η χρονική διάρκεια του δεν επαρκεί για να διατυπωθεί στο νου, αλλά απαιτεί τον συνδυασμό με κάποιο άλλο ερέθισμα, με το οπτικό. Όταν ο ήχος τυπώνεται, παύει να επικρατεί η αίσθηση της ακοής. Όσες περισσότερες αισθήσεις τόσο δυνατότερα χαράσσεται το μήνυμα, άρα δημιουργείτε η γραφή. (σελ.40. H γραφή |Vilem Flusser|)<<Ο γραμματο-αριθμητικός κώδικας τον οποίο επεξεργαστήκαμε κατά την διάρκεια των αιώνων σε μορφή γραμμικών σημειώσεων, αποτελεί ένα συνονθύλευμα από διάφορα είδη σημείων: γράμματα του αλφαβήτου (σημεία για ήχους), αριθμοί (σημεία για σύνολα) και ενας μη επακριβώς καθορισμένος αριθμός σημείων για τους κανόνες του παιχνιδιού της γραφής ( για παράδειγμα τελείες, παρενθέσεις και εισαγωγικά). Καθένα από αυτά τα είδη των σημείων προκαλεί τον γράφοντα να σκεφτεί σύμφωνα με τον αντίστοιχο σ' αυτά τρόπο σκέψης.>> Ακολουθώντας έναν αναλογικό συλλογισμό, η νοηματική γλώσσα χρησιμοποιεί ως κώδικα μεταφοράς εννοιών τον "χορό" των δυο ανθρώπινων άκρων όταν πάλλονται στο κενό του χώρου. Έτσι μέσω της γραφής αυτή τη φορά ξαναγεννήθηκε ο σιωπηλός ήχος.
Τα νεύματα απαιτούν προσωπικότητα, έχουν την δική τους "προφορά" ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία που τα παράγει. Ο γλάρος, η Emmanuelle, μαθαίνει να ζωγραφίζει αυτή τη φορά όχι σε χαρτί όπως συνήθιζε ως παιδί για να υποδηλώσει στους γονείς της, τις ανάγκες της, άλλα στο χωρικό άπειρο. Η ζωγραφική είναι μια τέχνη αλλά και δίαυλος επικοινωνίας που επιτυγχάνεται με πληθώρα αισθήσεων, όπως και η μουσική. Η νοηματική γλώσσα λοιπόν είναι κάτι ανάλογο. Είναι η τέχνη της εκκωφαντικής σιωπής, το βλέμμα παράγει τους παραλείποντες φθόγγους και οι εκφράσεις του προσώπου τα σιωπηλά φωνήεντα και σύμφωνα. Τα χέρια χορεύουν ακάθεκτα . Ως αποτέλεσμα, ένας γλάρος που πετάει ψηλά, έχει υπερβεί την φύση του, δεν χρειάζεται να κραυγάζει πλέον. Μέσω της γλώσσας των νευμάτων, η Emmanuelle ασχολήθηκε με μια ακόμα τέχνη, με το θέατρο, έχοντας μάλιστα την τιμή να αναδειχθεί ως η πρώτη κωφή ηθοποιός που κέρδισε βραβείο Μολιέρ. Το θέατρο παράγει ήχο, που πηγάζει από την σιωπή, από μια έρεβο, την ψυχή. Το θέατρο είναι διήγηση μέσω του οποίου γράφονται στον χώρο μεταξύ ηθοποιού και θεατή άμετρα συναισθήματα, τα οποία ουκ ολίγες φορές χαράσσονται ανεξίτηλα στα χρονικά του ενδόκοσμου.
Η άρτια επικοινωνία των αισθήσεων στον χώρο. (σελ.11 Η κραυγή του γλάρου|Εmmanuelle Labori|)<<Οι λέξεις που γράφτηκαν από το χέρι μου και εκείνες που εκφράστηκαν με νεύματα έγιναν αδελφές. Κι ίσως πιο συνδεδεμένες από κάποιες άλλες.[…] Η γλώσσα των νευμάτων είναι η πραγματική μου κουλτούρα. Τα γαλλικά αξίζουν για να περιγράφουν αντικειμενικά αυτό που θέλω να εκφράσω. Τα νεύματα, αυτός ο χορός των λέξεων στο άπειρο, είναι η ευαισθησία μου, η ποίηση μου, ο εσωτερικός μου κόσμος, το αληθινό μου πρόσωπο.>> Λέξεις και νεύματα. Ο ψίθυρος του ήχου στον χώρο, η ψηλάφηση του χρόνου. Επισημαίνει ο flusser στο βιβλίο του "η γραφή" : (σελ.16 H γραφή |Vilem Flusser)<< Κάθε γράφειν είναι ορθό. Είναι μια χειρονομία που ευθυγραμμίζει και τακτοποιεί σημεία γραφής. Και τα σημεία γραφής είναι έμεσα ή άμεσα σημεία για σκέψεις. Άρα το γράφειν είναι μια χειρονομία που ορθώνει, ευθυγραμμίζει τις σκέψεις.>> Ας μου επιτραπεί να συμπληρώσω συνοψίζοντας ότι, η γραφή είναι η γλώσσα, και η γλώσσα η γραφή είτε αυτό σημαίνει άλλοτε ήχος, σιωπή, κίνηση.
Ο πρώτος γλάρος, η Emmanuelle Labori. Ούσα εκ γενετής κουφή, κραυγάζει επιχειρώντας να παράξει ήχο ώστε να επικοινωνήσει με τους "άλλους", τους μη-γλάρους, με έναν άλλον κόσμο, ξένο, διαφορετικό από τον δικό της. Ματαιοπονεί, αφού μέχρι και την τρυφερή ακόμα ηλικία των 7 χρόνων, δεν γνωρίζει για την γλώσσα των νευμάτων και συνεπώς βρίσκεται στην "μαύρη σιωπή" όπως χαρακτηρίζει και η ίδια την κατάσταση που βίωνε καθημερινά. Πάρα ταύτα, η έλλειψη της ακοής, προσπαθούσε να ισορροπήσει έχοντας αναπτύξει περαιτέρω τις άλλες αισθήσεις της και ιδιαίτερα αυτή της όρασης, παρατηρώντας κάθε λεπτομέρεια προκειμένου να βρεθεί σε επικοινωνία, γκρεμίζοντας όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα την μοναξιά που της δημιουργούσε η σιωπή.
(σελ.29 Η κραυγή του γλάρου|Εmmanuelle Labori|)<< Όταν υπάρχει κόσμος, παρατηρώ πολύ τα πρόσωπα. Ανακαλύπτω τα τικ, όλες τις μανίες των ανθρώπων. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν κοιτάζουν τον συνομιλητή τους, όταν μιλούν στο τραπέζι. Παίζουν με τις πετσέτες τους. Με τα μαλλιά τους. Είναι εικόνες που κάνουν διάφορα πράγματα . Δεν μπορώ να εκφράσω αυτό που νιώθω. Βλέπω. Βλέπω αν είναι χαρούμενοι, αν δεν είναι. Βλέπω αν είναι εκνευρισμένοι. Ή αν δεν ακούν τους άλλους. Ακούω με τα μάτια μου, μα δεν είναι αρκετό. Καταλαβαίνω πως επικοινωνούν μεταξύ τους με το στόμα, μα εκεί πρέπει να υπάρχει η διαφορά. Εκείνοι κάνουν θόρυβο με το στόμα τους. Εγώ δεν ξέρω τι σημαίνει θόρυβος. Ούτε σιωπή. Δεν έχουν νόημα αυτές οι δύο λέξεις. Μόνο που βαθειά μέσα μου δεν υπάρχει σιωπή. Ακούω σφυρίγματα, διαπεραστικά. Πιστεύω πως έρχονται από μακριά, έξω από μένα, όχι όμως, είναι οι δικοί μου θόρυβοι , μόνο εγώ τους ακούω. Είμαι εσωτερικός θόρυβος και εξωτερική σιωπή;>> Αυτός ο μικρός γλάρος μέχρι τα 7 του χρόνια, ώσπου να ανακαλύψει την φωνή της, με την γλώσσα των νευμάτων, βίωνε τον εγκλωβισμό της σε έναν αόρατο τοίχο που την διαχώριζε από τους ήχους. Ένας τοίχος από διάφανο γυαλί και μπετόν ταυτόχρονα. Το μυαλό ενός κουφού παιδιού δεν αναπτύσσεται με τον ίδιο τρόπο όπως ενός παιδιού που ακούει. Έχει άλλες ιδιαιτερότητες και συνεπώς επιβάλλει διαφορετικές προσεγγίσεις εκμάθησης. Η Εmmanuelle αποκαλύπτει στην αυτοβιογραφία της, την δυσκολία της να αντιληφθεί απλές έννοιες. Ακόμα και τη λέξη έννοια δεν μπορούσε να την συλλάβει το μυαλό της. Αυτό εναπόκειται στον ανθρώπινο εγκέφαλο και στη χημεία του. Ένας άνθρωπος που ακούει, από τη νηπιακή του ηλικία συνδέει τον ήχο με την εικόνα σχηματίζοντας μια επικείμενη έννοια. Αυτό είναι αδύνατον να συμβεί με την ίδια ευκολία σε έναν μυαλό που δεν ακούει εκ γενετής. Οι ακούοντες δημιουργούν λέξεις από ήχους χωρίς καν να το συνειδητοποιήσουν. Ταυτίζουν μια οπτική λέξη που είναι γραμμένη στο χαρτί με το ηχόχρωμα που αυτή δημιουργεί. Η κάθε λέξη συνεπώς έχει και τον ήχο της για εμάς. Ο γλάρος όμως δεν μπορεί να δημιουργήσει αυτήν την αντιστοιχία στο μυαλό του και έτσι δημιουργεί συσχετισμούς οπτικούς και φανταστικούς, μια δική του ετεροτοπία με άλλα λόγια. Συσχετίζει τις λέξεις που βλέπει και τoυ επιβάλλουν να μάθει, με χρώματα. Ο ήχος και η γραφή είναι αλληλένδετα στον χώρο και στη γεωμετρία αυτού. Ίχνη ήχου που αποτυπώνονται στον αέρα για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και έπειτα χάνονται στο "ορατό" φάσμα, αλλά πάντα παραμένουν στην λήθη του χωροχρόνου. Αυτό δεν συμβαίνει και με την γραφή. Τα ίχνη αυτής δεν σβήνονται με την ίδια ευκολία, θα υπάρχουν μέχρι κάποιος παράγοντας να εξαφανίσει την υλική τους υπόσταση, αλλά και πάλι η άυλη ψυχή τους θα παραμένει και αυτή αιώνια στον χώρο περιπλανώμενη στα μυαλά μας. Η μουσική; Είναι ήχος η μουσική; Όχι. Αυτή ανήκει σε μια άλλη κατηγορία, καθώς αγγίζει όλες τις αισθήσεις. Τοιουτοτρόπως θα αδικούσαμε αυτήν την ύψιστη τέχνη αν την συνδιαλέγαμε με την έννοια του ήχου. Η Emmanuelle αναφέρει χαρακτηριστικά:
(σελ.34 Η κραυγή του γλάρου|Εmmanuelle Labori|)<< Ένα βράδυ ο θείος Φιφού, που ήταν μουσικός, έπαιζε κιθάρα. Σαν να τον βλέπω μπροστά μου. Όλη η οικογένεια ακούει . Εκείνος θέλει να λάβω και εγώ μέρος. Μου ζητάει να δαγκώσω την κιθάρα. Εγώ δαγκώνω και αυτός αρχίζει να παίζει. Κάθομαι εκεί ώρες, δαγκώνοντας. Νιώθω όλες τις δονήσεις μες στο κορμί μου, τις ψηλές και τις χαμηλές νότες. Η μουσική μπαίνει στο κορμί μου, μένει εκεί, αρχίζει να παίζει μέσα μου. Η μαμά με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Επιχειρεί να κάνει το ίδιο, μα δεν αντέχει, λέει της σφυροκοπάει το κεφάλι.[…] Νιώθω με τα πόδια, με όλο μου το κορμί λες και είμαι ξαπλωμένη καταγής. Και φαντάζομαι τον ήχο, πάντα τον φανταζόμουν. Το σώμα μου με φέρνει σε επαφή με τη μουσική. Τα γυμνά μου πόδια κλέβουν τον παλμό από το έδαφος , είναι σαν να την βλέπω, με χρώματα. Το πιάνο έχει χρώματα, όπως και η ηλεκτρική κιθάρα και τα αφρικανικά τύμπανα. Τα κρουστά, δονούμαι μαζί τους. Το βιολί όμως δεν μπορώ να το συλλάβω. Δεν μπορώ να το νιώσω με τα πόδια μου. Το βιολί πετάει, θα πρέπει να μοιάζει οξύ σαν πουλί, σαν κελάηδημα πουλιού, είναι ασύλληπτο. Είναι μια μουσική που ανεβαίνει ψηλά, στον ουρανό, δεν έχει σχέση με τη γη. Κι η μουσική είναι ένα ουράνιο τόξο από ζωντανά χρώματα.[…] Με την κλασσική μουσική δυσκολεύομαι πολύ. Αιωρείται τόσο ψηλά. Δεν μπορώ να την φτάσω. Η μουσική είναι μια γλώσσα πέρα από τις λέξεις, μια γλώσσα παγκόσμια. Είναι η πιο υψηλή τέχνη που υπάρχει, κατορθώνει να δονεί το ανθρώπινο σώμα. Μα η διαφορά ανάμεσα στην κιθάρα και το βιολί είναι για εμένα αίνιγμα.[…] Το πεδίο της μουσικής όμως είναι απέραντο, αχανές. Συχνά, νιώθω να χάνομαι. Ακολουθώ τις εντολές του κορμιού μου.>>
Συνεπώς η μουσική μπορεί να γίνει αντιληπτή και από άτομα που δεν ακούνε με τα αυτιά τους , αλλά με την ψυχή τους, μέσα από τη σιωπή τους, επιτρέποντας αυτήν να διεισδύσει στον χώρο και να επικοινωνήσει. Ο πρωταγωνιστής γλάρος μας όμως, η Emmanulle, δεν αρκείται στην μουσική ως εργαλείο μεσολάβησης για να επικοινωνήσει. Η σιωπή της κραυγάζει τόσο δυνατά, ψάχνει απεγνωσμένα να πετάξει , ολοένα και πιο ψηλά μέχρι να επιτύχει τον στόχο του. Σαν ένας σωστός γλάρος δηλαδή, ένας άλλος γλάρος Ιωνάθαν, του Richard Bach. Ο Ιωνάθαν Λίβινγκτον γλάρος, ήταν διαφορετικός όπως και η Emmanuelle. Δύο γλάροι που τους επέβαλλαν να υποταχθούν, να απαρνηθούν την ιδιαιτερότητά τους, τους στόχους, τα όνειρά τους, τις σκέψεις τους, και να σωπάσουν ακολουθώντας την μάζα. Όμως, οι γλάροι δεν σωπαίνουν. Οι γλάροι κραυγάζουν . Από την μια πλευρά ο Ιωνάθαν ήθελε να ανακαλύψει τα πάντα γύρω από την ικανότητά του να πετάει, και από την άλλη, η Emmanuelle πάλεψε μέσα στη σιωπή για να μπορέσει τελικά να την εγκολπωθεί στη ζωή της και όχι να την υποτάξει όπως της επέβαλλε η κοινωνία. Ο Ιωνάθαν προσπαθώντας και αποτυγχάνοντας κατάφερε να γίνει βιρτουόζος στο πέταγμα. Όταν μπόρεσε να αντιληφθεί με την βοήθεια των δασκάλων του ότι δεν είναι ένας απλός γλάρος με άνοιγμα φτερών ενός μέτρου, αλλά πολλά περισσότερα, καθώς διέθετε την σκέψη του, τότε αποκαλύφθηκε άνοιξε μπροστά του ένας κόσμος αλήθειας και δυνατοτήτων. Τότε μόνο κατάλαβε τι πραγματικά είναι ικανός να επιτύχει . Κατά ανάλογο τρόπο , ο γλάρος Emmanuelle, μπόρεσε να ξεφύγει από τα δεσμά της κώφωσης της , όταν ανακάλυψε με την αρωγή των γονιών της την γλώσσα των νευμάτων. Ο χώρος όπως τον ξέρουμε οριοθετείτε από διάφορους παράγοντες, στην περίπτωση της Emmanuelle, η κώφωση, και ο φόβος σε εκείνη του Ιωνάθαν. Ο χώρος μας "δεσμεύει" στην ασύμμετρη γεωμετρία του. Αυτοί οι δύο γλάροι μας διδάσκουν ότι ο χώρος γίνεται απέραντος όταν καταλύσουμε τα στεγανά του νού μας, όταν χαλιναγωγήσουμε τις αισθήσεις μας και μεταβούμε σε μια καινούρια δική μας γραφή του χώρου. Γινόμαστε εμείς οι αρχιτέκτονες τις "πόλης" μας οραματιζόμενοι το περιβάλλον στο οποίο θα δημιουργήσουμε.
Η σιωπή γνώρισε τον ήχο. Η γέννηση τους ταυτόχρονη από την απαρχή του κόσμου. Ο ένας ζει για τον άλλον. Ο απόλυτος έρωτας, η αληθινή ολοκλήρωση. Στον ετεροτοπικό αυτό χωροχρόνο γεννήθηκε η γραφή. Η πρώτη κόρη, είναι η προφορική γραφή. Τα ίχνη της φωνής στο χώρο. Για τους γλάρους, όπως η Εmmanuelle, η προφορική γραφή είναι επώδυνη. Αναγκάζονται να παράγουν ήχους που ποτέ δεν θα φτάσουν στα αυτιά τους και ποτέ δεν θα κατανοήσουν το νόημα τους. Απαραίτητο μέσο όμως για να συνεννοηθούν και να επικοινωνήσουν τις ανάγκες τους με τους "άλλους". (σελ.55 Η κραυγή του γλάρου|Εmmanuelle Labori|)<<Επαναλαμβάνουμε την ίδια λέξη ώρες ολόκληρες. Μιμούμαι αυτό που βλέπω στα χείλη, με το χέρι ακουμπισμένο στο λαιμό της εκπαιδεύτριας. Κάθε φορά που προφέρω μια λέξη, γράφεται μια συχνότητα στην οθόνη ενός μηχανήματος. Πράσινες γραμμούλες χορεύουν μπροστά στα μάτια μου. Πρέπει να ακολουθώ τις γραμμούλες που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, εκτείνονται, πηδούν και ξαναπέφτουν. Τι σημαίνει η λέξη για μένα πάνω σε αυτήν την οθόνη; Μια προσπάθεια να ανεβάσω την δική μου πράσινη γραμμούλα στο ίδιο ύψος με εκείνη της εκπαιδεύτριας. Είναι κουραστικό να επαναλαμβάνουμε τη μια λέξη μετά την άλλη, χωρίς να καταλαβαίνουμε το νόημα της ίδιας της λέξης. Φωνητική άσκηση.>> Εκείνη την χρονική περίοδο ο πατέρας της Εmmanuelle τυχαία ανακάλυψε για μια σιωπηλή γλώσσα, την γλώσσα των νευμάτων . Είναι μια ολοκληρωμένη γλώσσα που μιλιέται με τα χέρια, την έκφραση του προσώπου, το κορμί. Για την Γαλλική κοινωνία του 1970, η αναγνώριση αυτής της γλώσσας φάνταζε αποτρόπαιο έγκλημα καθώς οι χειρονομίες που παράγονται στον χώρο , θεωρείτο προκλητικές και αγενείς. Τοιουτοτρόπως, αυτή η "γραφή" στον αέρα , στο κενό, που θα αποτελούσε στη συνέχεια το εφαλτήριο της Emmanuelle για την προσωπική αλλα και συλλογική επανάστασή της, για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων της, για το μέλλον της, ήταν απαγορευμένη και συνεπώς όφειλε να καταπιέσει την φύση της, την κώφωση της, και να διδαχθεί με την βοήθεια της φωνητικής πώς να συμπεριφέρεται όπως ένας ακούοντας . Ο ακρογωνιαίος λίθος που υπολείπεται από την κοινωνία εκείνης της δεκαετίας έιναι η αληθινή έννοια της γραφής. Ο Vilem Flusser, φιλόσοφος και θεωρητικός της επικοινωνίας και κριτικός της τέχνης και της τεχνολογίας, διερωτάται τον λόγο που οι άνθρωποι γράφουν αλφαβητικά διαμέσου μιας ομιλούμενης γλώσσας έναντι της δημιουργίας κάποιου κώδικα . Ο Flusser υποστηρίζει ότι η ομιλούμενη γλώσσα σπεύδει προς την γραφή ,για να γίνει γραφόμενη γλώσσα και με αυτόν τον τρόπο να επιτύχει την ωριμότητά της. Προσπαθεί με άλλα λόγια, να αποτυπωθεί στον χωροχρόνο. Νιώθει ανασφαλής ο προφορικός λόγος, ο ήχος, θεωρεί ότι η χρονική διάρκεια του δεν επαρκεί για να διατυπωθεί στο νου, αλλά απαιτεί τον συνδυασμό με κάποιο άλλο ερέθισμα, με το οπτικό. Όταν ο ήχος τυπώνεται, παύει να επικρατεί η αίσθηση της ακοής. Όσες περισσότερες αισθήσεις τόσο δυνατότερα χαράσσεται το μήνυμα, άρα δημιουργείτε η γραφή. (σελ.40. H γραφή |Vilem Flusser|)<<Ο γραμματο-αριθμητικός κώδικας τον οποίο επεξεργαστήκαμε κατά την διάρκεια των αιώνων σε μορφή γραμμικών σημειώσεων, αποτελεί ένα συνονθύλευμα από διάφορα είδη σημείων: γράμματα του αλφαβήτου (σημεία για ήχους), αριθμοί (σημεία για σύνολα) και ενας μη επακριβώς καθορισμένος αριθμός σημείων για τους κανόνες του παιχνιδιού της γραφής ( για παράδειγμα τελείες, παρενθέσεις και εισαγωγικά). Καθένα από αυτά τα είδη των σημείων προκαλεί τον γράφοντα να σκεφτεί σύμφωνα με τον αντίστοιχο σ' αυτά τρόπο σκέψης.>> Ακολουθώντας έναν αναλογικό συλλογισμό, η νοηματική γλώσσα χρησιμοποιεί ως κώδικα μεταφοράς εννοιών τον "χορό" των δυο ανθρώπινων άκρων όταν πάλλονται στο κενό του χώρου. Έτσι μέσω της γραφής αυτή τη φορά ξαναγεννήθηκε ο σιωπηλός ήχος.
Τα νεύματα απαιτούν προσωπικότητα, έχουν την δική τους "προφορά" ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία που τα παράγει. Ο γλάρος, η Emmanuelle, μαθαίνει να ζωγραφίζει αυτή τη φορά όχι σε χαρτί όπως συνήθιζε ως παιδί για να υποδηλώσει στους γονείς της, τις ανάγκες της, άλλα στο χωρικό άπειρο. Η ζωγραφική είναι μια τέχνη αλλά και δίαυλος επικοινωνίας που επιτυγχάνεται με πληθώρα αισθήσεων, όπως και η μουσική. Η νοηματική γλώσσα λοιπόν είναι κάτι ανάλογο. Είναι η τέχνη της εκκωφαντικής σιωπής, το βλέμμα παράγει τους παραλείποντες φθόγγους και οι εκφράσεις του προσώπου τα σιωπηλά φωνήεντα και σύμφωνα. Τα χέρια χορεύουν ακάθεκτα . Ως αποτέλεσμα, ένας γλάρος που πετάει ψηλά, έχει υπερβεί την φύση του, δεν χρειάζεται να κραυγάζει πλέον. Μέσω της γλώσσας των νευμάτων, η Emmanuelle ασχολήθηκε με μια ακόμα τέχνη, με το θέατρο, έχοντας μάλιστα την τιμή να αναδειχθεί ως η πρώτη κωφή ηθοποιός που κέρδισε βραβείο Μολιέρ. Το θέατρο παράγει ήχο, που πηγάζει από την σιωπή, από μια έρεβο, την ψυχή. Το θέατρο είναι διήγηση μέσω του οποίου γράφονται στον χώρο μεταξύ ηθοποιού και θεατή άμετρα συναισθήματα, τα οποία ουκ ολίγες φορές χαράσσονται ανεξίτηλα στα χρονικά του ενδόκοσμου.
Η άρτια επικοινωνία των αισθήσεων στον χώρο. (σελ.11 Η κραυγή του γλάρου|Εmmanuelle Labori|)<<Οι λέξεις που γράφτηκαν από το χέρι μου και εκείνες που εκφράστηκαν με νεύματα έγιναν αδελφές. Κι ίσως πιο συνδεδεμένες από κάποιες άλλες.[…] Η γλώσσα των νευμάτων είναι η πραγματική μου κουλτούρα. Τα γαλλικά αξίζουν για να περιγράφουν αντικειμενικά αυτό που θέλω να εκφράσω. Τα νεύματα, αυτός ο χορός των λέξεων στο άπειρο, είναι η ευαισθησία μου, η ποίηση μου, ο εσωτερικός μου κόσμος, το αληθινό μου πρόσωπο.>> Λέξεις και νεύματα. Ο ψίθυρος του ήχου στον χώρο, η ψηλάφηση του χρόνου. Επισημαίνει ο flusser στο βιβλίο του "η γραφή" : (σελ.16 H γραφή |Vilem Flusser)<< Κάθε γράφειν είναι ορθό. Είναι μια χειρονομία που ευθυγραμμίζει και τακτοποιεί σημεία γραφής. Και τα σημεία γραφής είναι έμεσα ή άμεσα σημεία για σκέψεις. Άρα το γράφειν είναι μια χειρονομία που ορθώνει, ευθυγραμμίζει τις σκέψεις.>> Ας μου επιτραπεί να συμπληρώσω συνοψίζοντας ότι, η γραφή είναι η γλώσσα, και η γλώσσα η γραφή είτε αυτό σημαίνει άλλοτε ήχος, σιωπή, κίνηση.
Copyright © 2020 Κυριακούπολη. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου