εντός εκτός και επί τα αυτά
<<Κυριακή των Βαΐων σήμερα,>> ψιθύρισε στην
δράκαινα του, <<μεγαλώνεις και εσύ… έτσι να σε καμαρώνω, πιες νεράκι
πιες, όσο θέλεις.>> και ευθύς άρπαξε με ταχύτητα και σπιρτάδα αλλά
ταυτόχρονα τόσο απαλά σαν χάδι ,το γιουκαλίλι που κρεμόταν πάνω από το πιάνο,
και χαμογέλασε στο κενό με βλέμμα απλανές. Γρατσουνίσματα και γλυκές κραυγές σε
σχήμα <<Α>> ξεχύνονταν από το διαμέρισμα του.
<<Μπάμπη έλα να φάμε! Μεσημέριασε παιδί μου. Τι κάνεις όλη μέρα κλεισμένος στο δωμάτιο;>> η διαπεραστική αλλά στοργικότατη ηχώ μιας μεσοαστής γυναίκας έφθασε ως τον τρίτο της πολυκατοικίας τουλάχιστον, κάνοντας την Γεωργία και την Ελένη να ζηλέψουν λιγουλάκι το « σπιτικό φαγητό της μαμάς», μιας και εκείνες ούσες φοιτήτριες δεν κατάφεραν να επιστρέψουν στο πατρικό τους στο Αγρίνιο και να τώρα που νοσταλγούν την οικογένεια….
<<Αμαν βρε μάνα με τρέλανες με τις φωνές σου!>> φώναξε και εκείνος φανερά ενοχλημένος. <<και είπαμε για πολλοστή φορά Χάρης! Χάρης στο καλό όχι Μπάμπηηηης!>>
συνέχισε να οδύρεται πίσω από την κλειστή πόρτα δίχως να σαλέψει, και με το μικρό κιθαρόνι πάντα στο χέρι.
Ο Χάρης είχε κουραστεί 4 εβδομάδες και αυτό γίνονταν κυρίως αντιληπτό από τα φυτά στο σχεδιαστήριο του και από το πιστό του γιουκαλίλι. Όχι δεν τον ενοχλούσε τόσο ο «εγκλεισμός» όπως χαρακτήριζαν την συνθήκη οι υπόλοιποι, όσο όλη αυτή η μανιώδης αντίληψη των συνανθρώπων του προς μια διαρκής κίνηση, ένα αέναο κυνηγητό. <<Στιγμή δεν καθίσαμε ακίνητοι από τότε που έκλεισαν όλα!>> συλλογίζονταν, <<το ιδανικό θα ήταν να καθίσουμε όλοι ήρεμοι στα σπίτια μας και να απολαύσουμε την νεα πραγματικότητα που μας δίδεται ασχολούμενοι με το πνεύμα μας, με την ψυχή μας, να κοιτάξουμε μέσα μας… βέβαια θα είναι προσωρινή, αλλα γιατί να μην την απολαύσουμε; Δεν έχουμε κάθε μέρα τέτοιες ευκαιρίες! Γιατί συνέχεια θέλουμε πάντα «κατι» σπουδαίο να κάνουμε; Για το χρήμα; Τηλεδιασκέψεις τώρα μικροί και μεγάλοι… νέα μόδα… ευκαιρία να προσκυνήσουμε το μεγαλείο της τεχνολογίας. Μην τυχόν και χάσουμε κανένα δευτερόλεπτο εργασίας!>> Αγανακτισμένος απευθύνονταν τώρα προς το τριαντάφυλλο που είχε αποξηράνει πριν 6 μήνες και το είχε τοποθετήσει ευλαβικά σε μια κορνιζούλα. Ξεθύμανε με την γνωστή αγαπημένη του συγχορδία «Μι ματζόρε» όχι τόσο μελαγχολική όσο «ερωτηματική» θα έλεγε κανείς, μα συνάμα ευδιάθετη και «δροσιστική» όπως έλεγε ο ίδιος.
<<Χάρη βοήθησε με λίγο!!!>> η Μαρίνα διέκοψε την σκέψη του χτυπώντας με την λεπτή της γροθιά την πόρτα του αδελφού της. Ασάλευτος ο Χάρης έστρεψε αργά το πρόσωπό του προς την πόρτα, στις κινήσεις του πάντα ήταν μετρημένος αλλά σίγουρα όλη αυτή η κατάσταση ενέτειναν της συνήθειες κάθε ιδιοσυγκρασίας.
<<Τι συμβαίνει Μαρίνα;>> ρώτησε κάπως απότομα αλλά με την γνωστή απαλή φωνή του εκπέμποντας την ακόμα πιο συνηθισμένη του «σκεπτόμενη» διάθεση. Το κορίτσι πέρασε στο δωμάτιο του αδελφού της με τεντωμένο τον αριστερό καρπό της από τον οποιο κρέμονταν ένα ασημένιο βραχιολάκι με μια ακόμα πιο κομψή καρδούλα. <<Μπορείς να μου το κουμπώσεις λίγο στο χέρι μου γιατι δυσκολεύομαι μόνη μου; Γλιστράει συνέχεια!>> Γκρίνιαξε η έφηβη κοπέλα και ο νεαρός φοιτητής της σχολής Καλών τεχνών έσπευσε να βοηθήσει την αδελφή του.
<<Μπάμπη έλα να φάμε! Μεσημέριασε παιδί μου. Τι κάνεις όλη μέρα κλεισμένος στο δωμάτιο;>> η διαπεραστική αλλά στοργικότατη ηχώ μιας μεσοαστής γυναίκας έφθασε ως τον τρίτο της πολυκατοικίας τουλάχιστον, κάνοντας την Γεωργία και την Ελένη να ζηλέψουν λιγουλάκι το « σπιτικό φαγητό της μαμάς», μιας και εκείνες ούσες φοιτήτριες δεν κατάφεραν να επιστρέψουν στο πατρικό τους στο Αγρίνιο και να τώρα που νοσταλγούν την οικογένεια….
<<Αμαν βρε μάνα με τρέλανες με τις φωνές σου!>> φώναξε και εκείνος φανερά ενοχλημένος. <<και είπαμε για πολλοστή φορά Χάρης! Χάρης στο καλό όχι Μπάμπηηηης!>>
συνέχισε να οδύρεται πίσω από την κλειστή πόρτα δίχως να σαλέψει, και με το μικρό κιθαρόνι πάντα στο χέρι.
Ο Χάρης είχε κουραστεί 4 εβδομάδες και αυτό γίνονταν κυρίως αντιληπτό από τα φυτά στο σχεδιαστήριο του και από το πιστό του γιουκαλίλι. Όχι δεν τον ενοχλούσε τόσο ο «εγκλεισμός» όπως χαρακτήριζαν την συνθήκη οι υπόλοιποι, όσο όλη αυτή η μανιώδης αντίληψη των συνανθρώπων του προς μια διαρκής κίνηση, ένα αέναο κυνηγητό. <<Στιγμή δεν καθίσαμε ακίνητοι από τότε που έκλεισαν όλα!>> συλλογίζονταν, <<το ιδανικό θα ήταν να καθίσουμε όλοι ήρεμοι στα σπίτια μας και να απολαύσουμε την νεα πραγματικότητα που μας δίδεται ασχολούμενοι με το πνεύμα μας, με την ψυχή μας, να κοιτάξουμε μέσα μας… βέβαια θα είναι προσωρινή, αλλα γιατί να μην την απολαύσουμε; Δεν έχουμε κάθε μέρα τέτοιες ευκαιρίες! Γιατί συνέχεια θέλουμε πάντα «κατι» σπουδαίο να κάνουμε; Για το χρήμα; Τηλεδιασκέψεις τώρα μικροί και μεγάλοι… νέα μόδα… ευκαιρία να προσκυνήσουμε το μεγαλείο της τεχνολογίας. Μην τυχόν και χάσουμε κανένα δευτερόλεπτο εργασίας!>> Αγανακτισμένος απευθύνονταν τώρα προς το τριαντάφυλλο που είχε αποξηράνει πριν 6 μήνες και το είχε τοποθετήσει ευλαβικά σε μια κορνιζούλα. Ξεθύμανε με την γνωστή αγαπημένη του συγχορδία «Μι ματζόρε» όχι τόσο μελαγχολική όσο «ερωτηματική» θα έλεγε κανείς, μα συνάμα ευδιάθετη και «δροσιστική» όπως έλεγε ο ίδιος.
<<Χάρη βοήθησε με λίγο!!!>> η Μαρίνα διέκοψε την σκέψη του χτυπώντας με την λεπτή της γροθιά την πόρτα του αδελφού της. Ασάλευτος ο Χάρης έστρεψε αργά το πρόσωπό του προς την πόρτα, στις κινήσεις του πάντα ήταν μετρημένος αλλά σίγουρα όλη αυτή η κατάσταση ενέτειναν της συνήθειες κάθε ιδιοσυγκρασίας.
<<Τι συμβαίνει Μαρίνα;>> ρώτησε κάπως απότομα αλλά με την γνωστή απαλή φωνή του εκπέμποντας την ακόμα πιο συνηθισμένη του «σκεπτόμενη» διάθεση. Το κορίτσι πέρασε στο δωμάτιο του αδελφού της με τεντωμένο τον αριστερό καρπό της από τον οποιο κρέμονταν ένα ασημένιο βραχιολάκι με μια ακόμα πιο κομψή καρδούλα. <<Μπορείς να μου το κουμπώσεις λίγο στο χέρι μου γιατι δυσκολεύομαι μόνη μου; Γλιστράει συνέχεια!>> Γκρίνιαξε η έφηβη κοπέλα και ο νεαρός φοιτητής της σχολής Καλών τεχνών έσπευσε να βοηθήσει την αδελφή του.
<< Για πού το βάλαμε για πού το βάλαμε; Δεν θα
μείνουμε σήμερα σπίτι δεσποινίς μου; >> την ρώτησε πειράζοντας την καθώς
πάλευε να ψηλαφίσει το μικρό κούμπωμα του βραχιολιού. << Ορίστε! Έτοιμη
!>> , <<Σε ευχαριστώ πολύ αδελφούλη μου! Και όχι δεν θα βγω έξω…
έχω ομαδική εργασία από το skype!
Στην ομάδα είναι και ο Πέτρος… >> απάντησε η ερωτοχτυπημένη Μαρίνα και
άφησε από τα χείλη της να ξεφύγει ένα «ΑΧ» τόσο μελοδραματικό όσο και αστείο,
κάνοντας τον αδελφό της να ξεσπάσει σε γέλια.
<< Εσύ με τι ασχολείσαι σήμερα;>> τον ρώτησε κοιτάζοντας όλον αυτόν το χαμό στο σχεδιαστήριο του, ένας χαμός τεσσάρων εβδομάδων που ίσως συνεχιστεί για αρκετό καιρό ακόμη. Ένα παλίμψηστο πλέον πάνω στο έπιπλο από μυριάδες σκίτσα, κατασκευές, πηλό, λουλούδια και φύλλα δέντρων κομμένα από την αυλή τους, και φυσικά το γιουκαλίλι, πάνω σε μια στοίβα βιβλίων. << Εγώ… να εδώ..βασικά..με τίποτα! Δεν ασχολούμαι με τίποτα!>> Της απάντησε βίαια και ίσως με προσποιητή σιγουριά σαν να απαντούσε όμως στην φωνή που τον ενοχλούσε εβδομάδες τώρα μέσα του. <<Χαχα.. αποκλείεται! Αποκλείεται ο Χάρης που ξέρω να μην ασχολείται με τίποτα!! Αδύνατον! >> Φώναξε το κορίτσι με εμφανή ευδιαθεσία, που προφανώς προέρχονταν από την ενδεχόμενη διαδικτυακή συνάντηση που είχε προγραμματιστεί με τους συνομήλικους της.
Για τα επόμενα πέντε λεπτά ο Χάρης ήταν πάλι μόνος στο δωμάτιο του, τι μόνος δηλαδή, με τέτοια παρέα πως μπορεί να είναι ποτέ κανείς μόνος! Ένιωσε την θέρμη του ήλιου να ζεσταίνει το πρόσωπο του και άνοιξε ακόμα περισσότερο την κουρτίνα του παραθύρου του. << Άντε ωραία, βγήκε και ο ήλιος.>> Από το ράδιο ακούγονταν ψαλμωδίες από τον σταθμό της μοναχικής διακονίας που ευχαριστιόνταν να ακούει και τώρα είχε ξαπλώσει κάτω στο πάτωμα και με κλειστά μάτια φαντάζονταν έναν γαλάζιο καθαρό ουρανό.
<< Μπάμπη για άκου αυτό! Ρε παίξε το στο κιθαρόνι σου. Για δες… μπορείς να βγάλεις τις συγχορδίες;>> ακούστηκε η γαργαλιστική μπάσα φωνη του κυρίου Νικόδημου όπως ώθησε απότομα την πόρτα και κατευθύνθηκε δίπλα στον γιό του τοποθετώντας το κινητό τηλέφωνο δίπλα από το αυτί του αγοριού. << Έλα βρε μπαμπά…σε λίγο αν είναι θα κοιτάξω να δω αν μπορώ να βγάλω τις συγχορδίες και θα στο τραγουδήσω… >> απάντησε ξαφνιασμένος από το απότομα χτύπημα της πόρτας, και κάπως νευριασμένος για την όλη ψυχική αναστάτωση που ένιωθε μέσα του μιας και σήμερα φαίνονταν πως όλοι είχαν βαλθεί να του καταστρέψουν την τόσο πολύτιμη για εκείνον «ηρεμία του». Ο Χάρης με κλειστά ακόμα τα μάτια και με την εικόνα του ουρανού άκουγε από το ένα αυτί μια γυναίκα που του διέφευγε εκείνη την στιγμή το όνομα της, να τραγουδάει με στόμφο «το τρένο φεύγει στις οχτώ» ενώ στο βάθος ένα γεροντάκι έψελνε σε ήχο τρίτο.
<<Έλατε όλοι τώρα στο τραπέζι! Θα κρυώσει το φαγητό! Άντε!»
<<Τώρα μάλιστα..συμπληρώθηκε η μελωδική τριάδα>> σκέφτηκε ο Χάρης και σχηματίστηκε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του. Με ένα γρήγορο αεικίνητο σάλτο στάθηκε όρθιος έπιασε το λευκό μπαστούνι που είχε στη γωνία και μέτρησε 20 βήματα μέχρι την τραπεζαρία.
<<Σειρά του Μπάμπη να πει την προσευχή σήμερα>>
<<Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοις…>>
<< Εσύ με τι ασχολείσαι σήμερα;>> τον ρώτησε κοιτάζοντας όλον αυτόν το χαμό στο σχεδιαστήριο του, ένας χαμός τεσσάρων εβδομάδων που ίσως συνεχιστεί για αρκετό καιρό ακόμη. Ένα παλίμψηστο πλέον πάνω στο έπιπλο από μυριάδες σκίτσα, κατασκευές, πηλό, λουλούδια και φύλλα δέντρων κομμένα από την αυλή τους, και φυσικά το γιουκαλίλι, πάνω σε μια στοίβα βιβλίων. << Εγώ… να εδώ..βασικά..με τίποτα! Δεν ασχολούμαι με τίποτα!>> Της απάντησε βίαια και ίσως με προσποιητή σιγουριά σαν να απαντούσε όμως στην φωνή που τον ενοχλούσε εβδομάδες τώρα μέσα του. <<Χαχα.. αποκλείεται! Αποκλείεται ο Χάρης που ξέρω να μην ασχολείται με τίποτα!! Αδύνατον! >> Φώναξε το κορίτσι με εμφανή ευδιαθεσία, που προφανώς προέρχονταν από την ενδεχόμενη διαδικτυακή συνάντηση που είχε προγραμματιστεί με τους συνομήλικους της.
Για τα επόμενα πέντε λεπτά ο Χάρης ήταν πάλι μόνος στο δωμάτιο του, τι μόνος δηλαδή, με τέτοια παρέα πως μπορεί να είναι ποτέ κανείς μόνος! Ένιωσε την θέρμη του ήλιου να ζεσταίνει το πρόσωπο του και άνοιξε ακόμα περισσότερο την κουρτίνα του παραθύρου του. << Άντε ωραία, βγήκε και ο ήλιος.>> Από το ράδιο ακούγονταν ψαλμωδίες από τον σταθμό της μοναχικής διακονίας που ευχαριστιόνταν να ακούει και τώρα είχε ξαπλώσει κάτω στο πάτωμα και με κλειστά μάτια φαντάζονταν έναν γαλάζιο καθαρό ουρανό.
<< Μπάμπη για άκου αυτό! Ρε παίξε το στο κιθαρόνι σου. Για δες… μπορείς να βγάλεις τις συγχορδίες;>> ακούστηκε η γαργαλιστική μπάσα φωνη του κυρίου Νικόδημου όπως ώθησε απότομα την πόρτα και κατευθύνθηκε δίπλα στον γιό του τοποθετώντας το κινητό τηλέφωνο δίπλα από το αυτί του αγοριού. << Έλα βρε μπαμπά…σε λίγο αν είναι θα κοιτάξω να δω αν μπορώ να βγάλω τις συγχορδίες και θα στο τραγουδήσω… >> απάντησε ξαφνιασμένος από το απότομα χτύπημα της πόρτας, και κάπως νευριασμένος για την όλη ψυχική αναστάτωση που ένιωθε μέσα του μιας και σήμερα φαίνονταν πως όλοι είχαν βαλθεί να του καταστρέψουν την τόσο πολύτιμη για εκείνον «ηρεμία του». Ο Χάρης με κλειστά ακόμα τα μάτια και με την εικόνα του ουρανού άκουγε από το ένα αυτί μια γυναίκα που του διέφευγε εκείνη την στιγμή το όνομα της, να τραγουδάει με στόμφο «το τρένο φεύγει στις οχτώ» ενώ στο βάθος ένα γεροντάκι έψελνε σε ήχο τρίτο.
<<Έλατε όλοι τώρα στο τραπέζι! Θα κρυώσει το φαγητό! Άντε!»
<<Τώρα μάλιστα..συμπληρώθηκε η μελωδική τριάδα>> σκέφτηκε ο Χάρης και σχηματίστηκε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του. Με ένα γρήγορο αεικίνητο σάλτο στάθηκε όρθιος έπιασε το λευκό μπαστούνι που είχε στη γωνία και μέτρησε 20 βήματα μέχρι την τραπεζαρία.
<<Σειρά του Μπάμπη να πει την προσευχή σήμερα>>
<<Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοις…>>
συγγραφέας Κυριακή Γαϊτανίδου
|[Κ]|
12/4/2020
Copyright © 2020 Κυριακούπολη. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου