Did you miss something? Keep Reading

Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Κόμποι και λόγια


Κείμενο της Κωνσταντίνας Ξανθοπούλου_ φοιτήτρια τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ

Η κυριακουπολίτισα Κωνσταντίνα Ξανθοπούλου ενδιαφέρθηκε να μελετήσει την μακραίωνη και άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία των κόμπων και τον τρόπο που  "μίλησαν" στην ψυχή των ανθρώπων απο το παρελθόν μέχρι και σήμερα,  συντροφεύοντας με τον δικο τους τροπο την ζωή και τον ψυχισμό μας.


+Τ-οκ-ο-μ-π-ο-λ-ό-ι+

               Υπάρχουν αναρίθμητες ελληνικές ταινίες που παρουσιάζουν ρεμπέτες, λαϊκούς ανθρώπους και τραγουδιστές, οι οποίοι είτε με τον ρυθμό της μουσικής είτε ως τρόπος περισυλλογής παίζουν με το μπεγλέρι(η λαϊκή ονομασία του) ή με το γνωστό κομπολόι-κομπολόγι. Το κομπολόι αποτελείται από χάντρες διαφόρων υλικών και λίθων οι οποίες δένονται μεταξύ τους με ένα σχοινί ή με μία αλυσίδα. Στην Ελλάδα το γνωστό παραδοσιακό αυτό αντικείμενο απασχόλησης ήταν αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο, αν και η ηθοποιός Μαίρη Χρονοπούλου υπήρξε από τις πρώτες γυναίκες που το διεκδίκησαν. Ωστόσο, το κομπολόι δεν αποτελεί μοναδικό προνόμιο των Ελλήνων, καθώς οι ρίζες του δεν ανάγονται στην Ελλάδα, αλλά στην Μέση Ανατολή. Είναι πολλά που δεν γνωρίζουμε και σε αυτό το άρθρο γίνεται μία προσπάθεια προσέγγισης του αντικειμένου αυτού μέσω της ιστορίας του.

               Το κομπολόι ,όπως προαναφέρθηκε, είναι ένα αντικείμενο που προήλθε από την Μέση Ανατολή και καθώς μεταφερόταν προς την Ευρώπη άλλαζε μορφή και ονομασία. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους Ινδουιστές τον 5ο αιώνα π.Χ. και στην συνέχεια από τους Βουδιστές. Η πρώτη του μορφή που πήρε ήταν αρκετά απλοϊκή: είχε κουκούτσια για χάντρες τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με ένα σχοινί. Αποτελούσε ένα είδος αριθμητήριου προσευχών για τους πιστούς. Οι Βουδιστές χρησιμοποιούσαν το μάλα (αλλιώς το κομπολόι) για να μετρήσουν τις αμέτρητες προσευχές τους (108 συνολικά προσευχές) με σκοπό να μην χάνουν το μέτρημα και την συγκέντρωσή τους σε περίπτωση που ξεχάσουν μία. Το μάλα πέρασε ύστερα στους Ινδούς και του δόθηκε η ονομασία Τζεπιάν. Μετέπειτα το παίρνουν οι Μουσουλμάνοι και το διαφοροποιούν: αντί για 108 χάντρες ,το Τέσμπι, αποτελείται από 99 χάντρες, όσες και οι ιδιότητες ,δηλαδή, του Θεού τους(Αλλάχ) που ο πιστός πρέπει να ανακαλέσει 5 φορές την ημέρα. Μέσα από τους Αγίους τόπους (περίπου το 1260) και την Τουρκοκρατία (1453) πέρασε αργότερα στον δυτικό-καθολικό και ελληνικό κόσμο με ίδια θρησκευτική φιλοσοφία ( με την μορφή των ροζαρίων για τους καθολικούς και με την μορφή των κομποσκοινιών για τους ορθόδοξους).

Γενικότερα, μεταξύ 13ου και 15ου αιώνα μ.Χ., τα χάντρινα προσευχητάρια φορεμένα στην μέση και στο λαιμό υποδεικνύουν συμμετοχή σε θρησκευτική Αδελφότητα ή Τάγμα. Παρόλο που τα ήθη της εποχής απαγόρευαν την χρήση των κοσμημάτων και των πολύτιμων λίθων από μοναχούς και ιερωμένους, τα προσευχητάρια υποδήλωναν ευλάβεια και λειτουργούσαν ως φυλακτά με θεραπευτικές ιδιότητες. Συνήθως ,για τον λόγο αυτόν, τα δώριζαν ως ένδειξη φίλιας. Συμπερασματικά, η χρήση του κομπολογιού στις αρχικές μορφές του είναι συνυφασμένη με την άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων και την ένδειξη της πνευματικότητας του κατόχου του.

 

 (Ορθόδοξο Κομποσκοίνι)

Ροζάριο (Καθολικών)

(Σημερινό κομπολόι)

 

               Ως προς τα υλικά από τα οποία αποτελείται , το κομπολόι ξεκίνησε με πολύ απλά ,αλλά και ταυτόχρονα καθημερινά αντικείμενα όπως είναι τα κουκούτσια καρπών ή και σπόροι καλλωπιστικών φυτών ,τα οποία δένονται μεταξύ τους με σχοινί(ύστερα θα προστεθεί και αλυσίδα αντί του σχοινιού) . Αργότερα, και περνώντας μέσα από τις διάφορες θρησκείες, αλλάζει και τα υλικά των χαντρών και χρησιμοποιούνται μαύρο ή κόκκινο κοράλλι, ελεφαντόδοντο, ξύλο, ασήμι, γυαλί ή κόκκαλο. Ωστόσο, το κεχριμπάρι κυριάρχησε για μεγάλο χρονικό διάστημα και σε πολλές περιοχές. Όπως αναφέρει η ίδια η ιδρύτρια Ραλλού Γρομιτσάρη του Μουσείου Κομπολογιού του Ναυπλίου, «Το ήλεκτρο πιστεύεται ότι έχει κάποιες μοναδικές ιδιότητες. Είναι σαν να αναμοχλεύει και να ανασυντάσσει το μυ της καρδιάς, σα να τον ξαναφέρνει σε μια αρμονική λειτουργία» . Επίσης πιστεύεται (στην Ρωσία κυρίως) ότι το κεχριμπάρι έχει και θεραπευτικές ιδιότητες και μπορεί να χαρίσει ευεξία ή να συμβάλει στην γρήγορη ανάρρωση και στην αντιμετώπιση νόσων του αναπνευστικού. Αυτές οι χάντρες ,λοιπόν, είναι τρυπημένες στο κέντρο και είναι περασμένες σε νήμα του οποίοι οι άκρες ενώνονται με κόμπο. Οι Μουσουλμάνοι πρόσθεσαν και φούντα στο μέρος του κόμπου ως ένδειξη αρετής και πλούτου, καθώς το Τέσμπι τους το είχανε και σε επίσημες εκδηλώσεις , στην διασκέδαση ή στο ραχάτι τους. Όσο πιο ακριβό το υλικό ,τόσο πιο πολύ οι άνθρωποι επιδείκνυαν το κοινωνικό του status , το κύρος τους και κατ’ επέκταση την θέση εξουσίας τους.

  

(Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ.)

 

Για την ορθόδοξη εκκλησία το κομποσκοίνι δεν είναι μόνο ένα βοήθημα καταμέτρησης των προσευχών ,αλλά παίρνει και πνευματική υπόσταση, καθώς συμβολίζει την πνευματική άσκηση που χρειάζεται ο κάθε πιστός να κάνει καθημερινά. Τα περισσότερα είναι φτιαγμένα από πρόβειο μαλλί (συμβολίζει τον Αμνό του Θεού) ,σε μαύρο χρώμα (σύμβολο της θρησκευτικής αυστηρότητας) και έχουν 33, 50, 100 ή συχνά και 300 κόμπους, ανάλογα με τις προσευχές που θέλει πει ο μοναχός.

 

Πώς όμως από ένα θρησκευτικό αντικείμενο καθαρά πνευματικής ιδιότητας μετατράπηκε στην Ελλάδα ως ένα αντικείμενο περισυλλογής και διασκέδασης; Σε όλες τις γλώσσες το ειδικό αυτό προσευχητάρι αποκτά δική του ονομασία που ,σε μετάφραση, σημαίνει προσευχή. Στην Ελλάδα , ωστόσο, η ονομασία του μεταβάλλεται. Υπάρχουν δύο θεωρίες για την ετυμολογία της λέξης Κομπολόι:

1)      Κόμπο + Λέγει ---» Ο κάθε θρησκευόμενος έλεγε και μία προσευχή καθώς μετρούσε τους κόμπους από το κομποσκοίνι.

2)      Κόμπος + όι ---» Ο κόμπος στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει και χτύπος, θόρυβος, κρότος ο οποίος προκαλείται από δύο στερεά, σκληρά αντικείμενα του ίδιου υλικού που χτυπούν μεταξύ τους. Η κατάληξη «όι» αποδίδεται ως μία αλληλουχία όμοιων πραγμάτων (βλ. μοιρολόι = ακολουθία θρήνων )

Κατά την Οθωμανική κυριαρχία, μέσω τον Μουσουλμάνων μεταφέρθηκε το Τέσμπι και στους Έλληνες έχοντας ως αποτέλεσμα την μετατροπή του στο γνωστό σε όλους κομπολόι. Αφαιρούν τις περισσότερες χάντρες ,μεγαλώνοντας έτσι το διάστημα μεταξύ τους και έτσι κατά συνέπεια μεγαλώνει και ο ήχος καθώς ρίχνουν τις χάντρες η μία στην άλλη και έτσι γίνεται πιο δυνατός ο κτύπος . Ο θρησκευτικός του χαρακτήρας αποποιείται και πλέον αλλάζει σε εργαλείο μέτρησης ‘’των καημών και των αναστεναγμών’’ , όπως λένε οι παλαιοί. Στην ουσία χρησιμοποιήθηκε κατά κύριο λόγο ως σύμβολο κοινωνικού κύρους, ως αγχολυτικό, ως μέσο περιορισμού καπνίσματος ,αλλά και ως αριθμητήρι των υποχρεώσεών τους. Σε εκείνα τα χρόνια, οι άνθρωποι δεν ήξεραν την τέχνη της γραφής και της ανάγνωσης με αποτέλεσμα να μην έχουν την δυνατότητα να γράψουν σε ένα απλό χαρτί τις υποχρεώσεις που είχαν και έτσι έπρεπε να βρουν έναν τρόπο για να τα θυμόνται. Αυτός ο τρόπος είναι χρησιμοποιώντας το κομπολόι και με την συχνή χρήση του μπορούσαν να αποτυπώσουν και να θυμόνται τις δουλείες τους.

Το πρώτο αποτυπωμένο ντοκουμέντο που σώζεται, είναι μια σπάνια φωτογραφία που χρονολογείται περί το 1840 στην Κάρυστο( Εύβοια)  και παρουσιάζει έναν τοπικό προύχοντα με παραδοσιακή ενδυμασία να υποδέχεται τον Όθωνα, κρατώντας στα χέρια ένα κομπολόι.

Χρειάστηκε αρκετός καιρός για να γίνει δημοφιλές στα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, στα τέλη του 19ου αιώνα και μετά οι πρώτοι κάτοχοι και ‘’χρήστες’’ του αντικειμένου , οι ρεμπέτες, αρχίσαν να το χρησιμοποιούν. Οι ρεμπέτες ήταν μάγκες, κουτσαβάκηδες, πρόσωπα του περιθωρίου τα οποία συνήθως ζούσαν στην παρανομία. Το κομπολόι γίνεται το σύμβολό τους και το υιοθετούν ως έναν εσωτερικό κώδικα τιμή τους. Πειραματίζονται με το μέγεθος και την μορφή του, αλλά και γράφουν και τραγούδια για αυτό. Το είχαν πάντα μαζί τους, όπου και αν πήγαιναν. Πέρα από το να ενοχλεί με τον δυνατό κτύπο των χαντρών του υποδηλώνοντας την παρουσία τους στον χώρο και την λειτουργία του ως εργαλείο κατά του άγχους, το κομπολόι χρησίμευε και ως μουσικό όργανο. Συνήθως, συνόδευε το μπαγλαμά κρατώντας το ρυθμό: « ο οργανοπαίκτης κρατά με το αριστερό του χέρι, από την φούντα, ένα κομπολόγι αναρτημένο σε μία κουμπότρυπα, ενώ με το δεξί του χέρι τρίβει ρυθμικά τις χάντρες του κομπολογιού με ένα κρασοπότηρο», αναφέρει ο Ηλίας Πετρόπουλος. Στη ρεμπέτικη δισκογραφία υπάρχουν τραγούδια στα οποία έχει ηχογραφηθεί αυτός ο ξεχωριστός ήχος. Κάποια από αυτά είναι:

Πλημμύρα- Μάρκος Βαμβακάρης

Στ’ ουρανού την άκρη- Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις

Μια γυναίκα, δύο άντρες- Γιώργος Μητσάκης

Ο Σταυρός του Νότου- Νίκος Καββαδίας, Θάνος Μικρούτσικος

Αντιλαλούνε τα βουνά- Βασίλης Τσιτσάνης

 

Ωστόσο, η  αριστοκρατική τάξη της εποχής αποφεύγει οποιαδήποτε επαφή με το συγκεκριμένο αντικείμενο, καθώς κινδύνευε να στιγματιστεί από την κοινωνία. Ωστόσο, δεν το απέφευγε για πολύ: το κομπολόι σε καμία φάση της πολύχρονης ιστορίας του δεν έχει συνδεθεί με μία μόνο κάστα. Απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως κοινωνικής, οικονομικής ή άλλου είδους τάξης. Ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αρχίζει να εμφανίζεται στα χέρια των θαυμαστών του χωρίς ενοχές. Τότε αλλάζει και μορφή: Οι χάντρες μετατρέπονται σε μεταλλικές, συχνά ασημένιες, ενώ το σκοινί γίνεται σε αλυσίδα επίσης ασημένια.

Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι το κομπολόι υπάρχει και ζει ανάμεσά μας μέχρι και τις μέρες μας. Με τέτοια βαθιά ιστορία και τόση σημαντική διαφοροποίηση αποκτά μία πολύτιμη σημασία και αξία σε όσους το γνωρίζουν ,αλλά και σε όσους το κατέχουν. Από την Μέση Ανατολή, από το Μάλα, εώς και το κομποσκοίνι και το κομπολόι , η διαδρομή είναι τεράστια και διαχρονική η λειτουργία και αξία του. Αποτέλεσε και ακόμα αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής παράδοσης το οποίο γνωρίζουν οι παλαιοί και μαθαίνουν οι καινούργιοι.  

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου