Did you miss something? Keep Reading

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Ψυχολογικό τεστ: Οι πόρτες

Το ψυχολογικό τεστ με τις 4 πόρτες είναι πραγματικά ένα πολύ απλό τεστ που μπορεί όμως να σας ξαφνιάσει.


Η ερώτηση είναι:

Μπαίνεις σε ένα δωμάτιο και γύρω σου υπάρχουν 4 πόρτες:
μία Λευκή πόρτα,
μία Μαύρη πόρτα,
μία Μπλε πόρτα
μια Ροζ πόρτα
Με ποια σειρά τις ανοίγεις και τι βλέπεις πίσω από αυτές τις πόρτες; Έχεις το δικαίωμα να μην ανοίξεις κάποια εάν δεν θέλεις.

Ανάλυση απαντήσεων στο Τεστ:

Δεν χρειάζεται να πείτε τα χρώματα με αυτή τη σειρά απαραίτητα όπως γράφτηκαν παραπάνω.
Λευκή: Η προσωπική ζωή
Μαύρη: Θάνατος
Μπλε: Επάγγελμα
Ροζ: Αγάπη
Αυτοί είναι οι τέσσερεις τομείς του εξεταζόμενου που καλείται υποσυνείδητα να τα βάλει σε προτεραιότητα.
Η ιδανική σειρά τοποθέτησης είναι:
Λευκή
Ροζ
Μπλε
Μαύρη
Αν και προσωπικά δεν πιστεύω στο ιδανικό γενικότερα, ωστόσο είναι ένας καλός τρόπος σε πρώτη φάση να κατανοήσετε τι συμβαίνει στο άτομο.
Άσπρη πόρτα

Εάν η πρώτη πόρτα είναι είναι

η λευκή, το άτομο νοιάζεται επαρκώς για τον εαυτό του…
η ροζ, το άτομο ή είναι ερωτευμένο ή αναζητά επειγόντως μια σχέση
η μπλε, το άτομο έχει θέσει σε απόλυτη προτεραιότητα την καριέρα του, πράγμα που σημαίνει ότι είτε έχει παραγκωνίσει τη ζωή για χάρη της καριέρας του, είτε καίγεται για χρήματα. Για παράδειγμα αυτή την απάντηση τη δίνουν είτε οι καριερίστες είτε πολλές φορές και οι άνεργοι.
η μαύρη, το άτομο έχει έντονες τάσεις φυγής, βρίσκεται σε κατάθλιψη ή σε πλήρη εσωστρέφεια. Γενικά η επιλογή της μαύρης πόρτας δείχνει μια κακή ψυχολογία και κάποιες φορές μια πλήρη παραίτηση.
Ροζ πόρτα

Εάν η δεύτερη πόρτα είναι

η λευκή, το άτομο έχει βάλει σε δεύτερη μοίρα τη ζωή του, αλλά ακόμα κι έτσι αγαπάει τον εαυτό του
η ροζ, ο άνθρωπος είναι σε συναισθηματική ισορροπία, είτε γιατί έχει μια ομαλή σχέση αγάπης, είτε γιατί απλά είναι ισορροπημένος μέσα του
η μπλε, το άτομο ξοδεύει αρκετό χρόνο στην εργασία του εις βάρος άλλων σημαντικότερων τομέων της ζωής του. Πολλές φορές αυτή η θέση δείχνει ένα άτομο το οποίο το έχει ρίξει απλά στη δουλειά για να καλύψει τα κενά της ζωής του. Εάν πάλι είναι κάτω από τη μαύρη πόρτα, τότε τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα…
η μαύρη, το άτομο έχει πάλι τάσεις φυγής, ίσως όχι τόσο έντονες όπως αν ήταν η πρώτη του επιλογή, αλλά και πάλι, οι τάσεις είναι έντονες. Πολλοί έφηβοι δίνουν αυτή τη πόρτα ως δεύτερη, και αυτό διότι συνήθως στην εφηβεία υπάρχουν ούτως η άλλως γενικότερες τάσεις φυγής. Πάλι όμως, το πρόβλημα είναι κι εδώ έντονο.
Μπλε πόρτα

Εάν η τρίτη πόρτα είναι

η λευκή, το άτομο φαίνεται να έχει παρατήσει τη ζωή του, δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα. Συνήθως αυτά τα άτομα έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και ρέπουν στην απαισιοδοξία
η ροζ, το άτομο είτε βρίσκεται σε μια τελματωμένη σχέση, είτε έχει παραιτηθεί του δικαιώματος να αγαπά και να αγαπιέται.
η μπλε, το άτομο έχει μια καλή σχέση με την εργασία του, άπό την οποία φαίνεται να είναι ικανοποιημένος…
η μαύρη, το άτομο πάσχει σε κάποιον από τους υπόλοιπους τομείς. Για να δείτε σε ποιον τομέα πάσχει, αρκεί να δείτε ποιά είναι η τέταρτη πόρτα. Δηλαδή εάν η μαύρη είναι τρίτη και μετά την μαύρη είναι οποιαδήποτε από τις άλλες τρεις, θα καταλάβετε οτι το πρόβλημα υπερτονίζεται στον τομέα που φαίνεται από την τελευταία πόρτα. Εδώ το άτομο νιώθει πως κάτι του λείπει από τη ζωή του και δεν νιώθει πλήρης.
Μαύρη πόρτα

Εάν η τέταρτη πόρτα είναι

η λευκή, το άτομο έχει παραιτηθεί πλήρως από την προσωπική του ζωή. Πολλές φορές την απάντηση αυτή τη δίνουν γυναίκες οι οποίες έχουν παραδοθεί στις υποχρεώσεις του σπιτιού, του άνδρα, των παιδιών και των εγγονών τους. Όπως και να ‘χει όμως, δείχνει μια έντονα προβληματική κατάσταση.
η ροζ, το άτομο έχει παραιτηθεί πλήρως από το συναισθηματικό του κόσμο, είτε γιατί ζει σε μια πλήρως τελματωμένη σχέση, είτε γιατί το ίδιος έχει αποκλείσει αυτό το κομμάτι από τη ζωή του.
η μπλε, η εργασία δεν αρέσει στο άτομο. Την κάνει απλά για λόγους επιβίωσης
η μαύρη, το άτομο είναι υγιές, έχει επιθυμία για ζωή.

Εάν δεν ανοίξει

η λευκη, το άτομο βρίσκεται σε σοβαρή σύγχυση. Έχει άρνηση να ασχοληθεί με οτιδήποτε αφορά τον εαυτό του. Πολλές φορές είναι σημάδι έντονων ενοχών και ως εκ τούτου ο άνθρωπος πιστεύει οτι δεν του αξίζει να ζει. Συχνή δικαιολογία: Η άσπρη μου θύμιζε πόρτα νοσοκομειου
η ροζ, το άτομο έχει πληγωθεί εξαιρετικά σοβαρά. Ο συναισθηματικός του κόσμος είναι χαώδης και τρομοκρατείται στην ιδέα να τον αντικρύσει. Συχνή δικαιολογία: Ή ροζ είναι για παιδιά
η μπλε, το άτομο νιώθει ανίκανο να επιτύχει σε οτιδήποτε. Πιστεύει οτι δεν μπορεί να καταξιωθεί σε τίποτα. Εξαιρετικά χαμηλή αυτοεκτίμηση.
η μαύρη. Η μαύρη είναι συνήθως η πιο συχνή πόρτα την οποία επιλέγουν να μην ανοίξουν. Εδώ υποδηλώνεται ένας έντονος φόβος προς το θάνατο. Ισχυρές φοβίες, τραυματικά σοκ, βίαιη ιστορία, υποχονδρισμός κ.λ.π.
Θα μπορούσα να γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο μόνο και μόνο για την σημασία που έχει η σειρά προτεραιότητας που ανοίγει κάποιος τις πόρτες. Προσπάθησα όμως να γράψω τα όσο το δυνατόν πιο ουσιαστικά συμπεράσματα.

Τι βλέπει πίσω από την πόρτα;

Εδώ φίλοι μου θα μπορούσε να γραφτεί μια ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια. Ωστόσο εάν ακολουθήσετε κάποιους εξαιρετικά βασικούς και απλούς κανόνες θα σας είναι πολύ εύκολο να το εφαρμόσετε.
1) Η σειρά που θα ανοίξει τις πόρτες έχει τη μεγαλύτερη σημασία
2) Ότι και να δει από πίσω είναι ένας απλός συμβολισμός συνήθως. Θα πρέπει λοιπόν να ξέρετε και να αποσυμβολίζετε αρχέτυπα; Καλό θα ήταν αλλά αφήστε το για αργότερα… Σε πρώτη φάση σκεφτείτε το απλά. Αυτό που βλέπει πίσω από την πόρτα δείχνει τη συναισθηματική του στάση για τον κάθε τομέα.
Για παράδειγμα, πολλοί ανοίγουν την άσπρη πόρτα και βλέπουν ένα λιβάδι… Τι συναισθήματα έχει το ανοιχτό λιβάδι; Έχει χαρά, ελαφρότητα, ελευθερία κ.λ.π
Πολλοί ανοίγουν τη ροζ πόρτα και βλέπουν ένα παιδικό δωμάτιο με κουκλίτσες (κυρίως οι γυναίκες) ή βλέπουν κρεβάτια, γλυκά, ζαχαρωτά κ.ο.κ. Ποιό είναι το συναίσθημα πίσω από αυτά; Ενθουσιασμός, παιχνίδι, ευχαρίστηση κ.λ.π.
Πολλοί ανοίγουν τη μπλε πόρτα και βλέπουν το διάστημα ή το σύμπαν. Συνήθως δείχνει την αίσθηση ότι υπάρχει προοπτική για επέκταση και εξέλιξη
Πολλοί ανοίγουν τη μαύρη και βλέπουν ένα σκοτεινό κάστρο, σπίτι ή δωμάτιο. Εδώ φαίνεται όπως είναι φυσικό η θλίψη για το γεγονός του θανάτου.
Υπάρχουν πάντα και οι πεζοί…
Κάποιες φορές θα διαπιστώσετε ότι θα σας απαντούν με πολύ κυριολεξία στο τι βλέπουν πίσω από την πόρτα.
Παράδειγμα:
Ανοίγει την άσπρη και βλέπει τον εαυτό του χαρούμενο, να τρέχει, να είναι ευτυχισμένος κ.λ.π.
Ανοίγει τη ροζ και βλέπει τον ή την σύντροφό του ή μια σκηνή αγάπης
Ανοίγει τη μπλε και βλέπει τον εαυτό του να κάθεται σε ένα γραφείο όπου εργάζεται
Ανοίγει τη μαύρη και βλέπει ένα φέρετρο
Για να συμβεί το παραπάνω, τρεις λόγοι μπορεί να συντρέχουν:
1) Το άτομο είναι πεζό, εξαιρετικά ρεαλιστής και γήινος
2) Το άτομο έχει πολύ καλή σχέση με το υποσυνείδητό του και αποσυμβολίζει εύκολα τις έννοιες των χρωμάτων και……………………….
3) Ξέρει το τεστ 🙂
Υπάρχουν και οι αντιδραστικοί…
Τι γίνεται εάν στο ροζ δωμάτιο βλέπει νοσκομείο, στο μαύρο βλέπει τον εαυτό του ευτυχισμένο, στο μπλε βλέπει τον ή την αγαπημένη και στη ροζ βλέπει ένα γραφείο όπου διαβάζει;
Ευτυχώς μέσα στην ανθρώπινη ποικιλία υπάρχει κι αυτός ο τύπος του ανθρώπου που σπάει τη ρουτίνα μας.
Στην προκειμένη περίπτωση, πριν βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα κρίνουμε από τη σειρά. Δηλαδή εάν η λευκή πόρτα για παράδειγμα είναι τελευταία και βλέπει και ένα νοσοκομείο, τότε αυτό δεν είναι αντίδραση, είναι απλά επιπλέον πειστήριο ότι το άτομο οδεύει σε εξαιρετικά επικίνδυνο δρόμο.
Το ίδιο σημαίνει κι αν η μαύρη πόρτα είναι πρώτη και βλέπει τον εαυτό του ευτυχισμένο. Απλά σημαίνει ότι έχει τάσεις φυγής και η ιδέα του θανάτου τον ενθουσιάζει ιδιιαίτερα…
Εάν όμως η σειρά με την οποία ανοίγει της πόρτες είναι σχετικά ομαλή, αλλά αυτά που βλέπει αντιστοιχούν συναισθηματικά με ποιότητες των άλλων πορτών, τότε συνήθως έχουμε έναν συνδυασμό τομέων. Ας πούμε έχει συμβεί πολλές φορές άτομα τα οποία να έχουν βρει το σύντροφό τους από την εργασία, να απαντήσουν ότι πίσω από τη ροζ πόρτα βλέπουν έναν εργασιακό χώρο ή το αντίθετο…
Νιώθω ότι σας κούρασα όμως με τις τόσες πληροφορίες και παραμέτρους, αλλά πιστέψτε με, μπορείτε να προχωρήσετε σε μια εξαιρετική ανάλυση του ψυχότυπου του ατόμου αναλύοντας και ερμηνεύοντας ακόμα και τα αντικείμενα του δωματίου που βλέπει.
Όσα έχουν γραφτεί παραπάνω είναι ένα απειροελάχιστο δείγμα των πολλών, άλλοτε συγκινητικών και άλλοτε κουφών απαντήσεων που θα λάβετε. Χρησιμοποιείστε τη λογική σας και την διαίσθησή σας!
Σε πρώτη φάση κάντε το απλά και χονδρικά θα πάρετε μια αρκετά καλή εικόνα του εξεταζόμενου. Όσο θα αυξάνεται η πείρα σας, τόσο θα μπορείτε να προχωράτε σε ακόμα βαθύτερη ανάλυση…



πηγη:  http://enallaktikidrasi.com

Ο ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Θέλεις να διαβάσεις αλλη μια ιστοριούλα της Κυριακούπολης? Ξεκίνα απο εδώ! Περιμένω εντυπώσεις.....
Image result for πηλιο



Ο ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ, Κυριακή Γαϊτανίδου
Ήταν Οκτώβρης του 2008, όταν διορίστηκε στο δημοτικό σχολείο Μηλέων Μαγνησίας, ο κύριος Τάσος, ως αντικαταστάτης για την Δ’  τάξη.
Εκείνο το πρωινό, ο διευθυντής συγκέντρωσε την τάξη των εικοσιτριών παιδιών στο προαύλιο προκειμένου να μας ανακοινώσει ένα δυσάρεστο τότε αλλά ευχάριστο έπειτα γεγονός.
- «Παιδιά μου, ο κύριος Γιάννης δεν θα είναι μαζί σας για την υπόλοιπη σχολική χρονιά, επειδή θέλησε να συνεχίσει τον αγώνα της μορφώσεώς του και να προετοιμαστεί για το διδακτορικό του. Είναι ξεκάθαρο παιδιά;»  μας είπε ο διευθυντής, ή το « πρόβατο» όπως τον αποκαλούσαμε εμείς τα παιδιά, καθώς είχε πλούσιο σγουρό μαλλί και μόλις πλησίαζε το καλοκαίρι κουρευόταν.
«Μπεεεε» απάντησε ένας αφελής μαθητής κοροϊδευτικά.
Ο διευθυντής συνέχισε ανενόχλητος έχοντας αποκτήσει ανοσία σε τέτοιου είδους σχόλια.
-«Γι’ αυτό λοιπόν, την τάξη του Δ´1 θα την αναλάβει ο κύριος Τάσος.  Θα γνωριστείτε και είμαι σίγουρος ότι θα τα πάτε περίφημα»,   είπε το «πρόβατο» με ένα χαμόγελο και μας σύστησε στον καινούργιο μας δάσκαλο.
Ήταν ένας φαλακρός, ψηλός άνδρας γύρω στα τριάντα πέντε.  Φορούσε ορθογώνια μικροσκοπικά γυαλιά, που τόνιζαν περισσότερο τα ήδη μεγάλα γαλάζια μάτια του και η αλήθεια είναι πως,  με την πρώτη ματιά, τον φοβόσουν λιγάκι.
-«Ωχ… την βάψαμε… »,  γυρίζω και λέω στον καλύτερό μου φίλο, τον Δημήτρη.
-«Φαίνεται αγροίκος αυτός…Αχ πού είναι ο κύριος Γιάννης, γιατί μας εγκατέλειψε;» συνέχισα με παράπονο.
-«Έχεις δίκαιο… πρόσεξε το βλέμμα του, ούτε καν μας χαμογελά!  Κάτι πρέπει να κάνουμε Καλλιόπη, αλλά τι;»   μου απάντησε ο Δημήτρης με εμφανή ανησυχία τρώγοντας τα νύχια του, όπως συνήθιζε να κάνει, όταν σκεπτόταν ή αγχωνόταν.
-«Προς το παρόν ας μπούμε στην τάξη και βλέπουμε».
Κατευθυνθήκαμε προς την αίθουσά μας. Έμοιαζε διαφορετική ενώ ήταν εντελώς ίδια.Ήταν προφανές, ότι ο κύριος Γιάννης είχε ήδη αρχίσει να μας λείπει.  Μπορεί να μην τον γνωρίζαμε πολύ καιρό,όμως στις καρδιές των μικρών παιδιών εντυπώνεται γρήγορα εκείνος που συμπεριφέρεται με στοργή και ενδιαφέρον.  Δύο χαρακτηριστικά άκρως απαραίτητα για την σκιαγράφηση  ενός σωστού εκπαιδευτικού, που ίσως να έλειπαν  από τον καινούργιο.
-«Καλημέρα παιδιά,  καθίστε στις θέσεις σας για να γνωριστούμε», μας είπε και αντί να καθίσει ο ίδιος στην έδρα προτίμησε  να πάρει μία καρέκλα από τις δικές μας και να καθίσει μπροστά από τον πίνακα.  «Λοιπόν,  ονομάζομαι Τάσος Αναστασίου και έρχομαι από την Κύπρο.  Θα είμαι ο δάσκαλός σας για την υπόλοιπη χρονιά και ευελπιστώ να συνεργαστούμε όλοι μαζί, για να είναι ευχάριστη και εποικοδομητική. Θέλω να καταστήσω σαφές από την αρχή ότι για μένα όλοι είστε ικανοί και διαθέτετε το μυαλό, για να πάρετε υψηλούς βαθμούς στα σχολικά μαθήματα, εάν εργαστείτε σκληρά βέβαια και συγκεντρωμένα. Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι σε ένα τομέα πρέπει να δώσετε περισσότερη προσοχή και εκεί  απαιτώ ΌΛΟΙ να πάρετε «Α».
-«Ωχ, ωχ, έχει γούστο να πει και στα μαθηματικά τώρα… την έβαψα!»,  έγειρε και μου ψιθύρισε στο αυτί ο Δημήτρης τρομοκρατημένος.
Εγώ δεν έδινα προσοχή στα λόγια του Δημήτρη. Με είχε καθηλώσει το βλέμμα και ο τόνος της φωνής  του κυρίου Τάσου και αδημονούσα να ακούσω τι άλλο είχε να μας πει.
-«Εκεί, που θέλω παιδιά μου, να αριστεύσετε όλοι, είναι στην ανθρωπιά.  Να αποκτήσετε αξίες και ιδανικά, που θα σας ακολουθούν για όλη σας τη ζωή.  Να γίνετε αυριανοί πολίτες αλληλέγγυοι και να αγαπάτε τους συνανθρώπους σας ανεξαρτήτου φυλής, θρησκείας, χρώματος, επαγγέλματος.  Παράλληλα όμως, να κτίσετε χαρακτήρα και να παραμείνετε ο εαυτός σας»,  μας είπε με τόση θέρμη που τα λόγια του αντηχούσαν στα αυτιά μου διαπερνώντας την ψυχή μου και χαράζοντας το μυαλό μου.   Μπορεί τότε να μην είχα κατανοήσει πλήρως την σημασία δυο-τριών βαρύγδουπων λέξεων αλλά το νόημα όσων μας έλεγε το είχα εμπεδώσει και ως προσωπικό στόχο εκείνης της χρονιάς είχα θέσει στον εαυτό μου να αποκτήσω Ανθρωπιά.
Η χρονιά κυλούσε περίφημα με τον κύριο Τάσο.  Μας δίδασκε ένα σωρό πράγματα και όχι με τον παραδοσιακό τρόπο αλλά μέσα από την παρατήρηση τον πραγμάτων και την καταγραφή δικών μας συμπερασμάτων, ώστε να κατανοούμε καλύτερα τον κόσμο γύρω μας.  Εκτός αυτού,  ανακαλύπταμε σιγά σιγά  και τον εαυτό μας, αφού ο κύριος φρόντιζε να ενθαρρύνει και να επιβραβεύει τον κάθε μαθητή ξεχωριστά ανάλογα με τα τάλαντά του, της ικανότητες του και τις ιδιαιτερότητές του.   Μας έβλεπε σαν ξεχωριστές οντότητες και όχι σαν μία μάζα δεκάχρονων παιδιών που πρέπει να τους μάθει να γράφουν, να διαβάζουν και να υπολογίζουν το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.  Εντρυφούσε κυρίως στην πνευματική μας ανάπτυξη και αυτό ήταν που τον έκανε να ξεχωρίσει στα μάτια μου.  Πηγαίναμε και όμορφους περιπάτους στη φύση στα πλαίσια του μαθήματος της μελέτης περιβάλλοντος.  Πόσο ωραία  ήταν να θαυμάζουμε από ψηλά το ορεινό μας Πήλιο…  Με την σαγηνευτική θέα του Παγασητικού κάτω από τα πόδια μας, την οργιώδη βλάστηση, τα τοξωτά γεφύρια, τις μικρές σήραγγες…  Η μαγεία ήταν αισθητή στον τόπο του Κενταύρου καθώς ακούγαμε πίσω από το θρόισμα των φύλλων τον ελαφρύ ήχο των οπλών του…
Βέβαια ορισμένα παιδιά αντιπαθούσαν τον κύριο Τάσο. Φαντάζομαι θα είχαν τους λόγους τους, αποκαλώντας τον «ο Κύπριος» για να τον στιγματίσουν, ή χλευάζοντάς τον όταν καμιά φορά έλεγε  « Όι » αντί για το βαρύ δικό μας ΟΧΙ.
Με κείνα και με τούτα, κυλούσε η χρονιά μας μέχρι που… Γενάρης θα ήταν, και το κρύο τσουχτερό, όταν ο κύριος Τάσος συνάντησε τον Γιώργο με δάκρυα στα μάτια να κάθεται ολομόναχος σε ένα από τα παγκάκια του προαυλίου δίχως συντροφιά.
- «Γιώργο  μου τι τρέχει; Τι σου συνέβη;» ρώτησε ο κύριος φανερά ανήσυχος και κάθισε δίπλα στο παιδί χαρίζοντας του λίγη ζεστασιά με το ανιδιοτελές ενδιαφέρον του.
- «Όλοι με προσβάλλουν και με κοροϊδεύουν, επειδή δεν μου αρέσει να παίζω μαζί με τα άλλα αγόρια ποδόσφαιρο», απάντησε το αγόρι και ένα δάκρυ που δεν συγκρατιόταν άλλο  κύλισε απ την κόψη του ματιού στο πρόσωπό του.
Μόλις χτύπησε το κουδούνι και επιστρέψαμε στα θρανία μας, αντικρίσαμε έναν αλλιώτικο κύριο Τάσο.  Ήταν απερίγραπτα οργισμένος και έτοιμος να δώσει ένα μάθημα σε όλα τα αγόρια της τάξης μας… και σε ορισμένα κορίτσια βέβαια.
- «Βρε, βρε, βρε…καλώς τους μεγάλους ποδοσφαιριστές!» αναφώνησε ειρωνικά ο κύριος και υποδέχτηκε τα κουρασμένα παιδιά, που μόλις είχαν επιστρέψει από το διάλειμμά τους.
- «ΩΧ… αφήστε  μας στον πόνο μας κύριε! Πάλι χάσαμε 3-0. Ε… αφού είμαστε πιο λίγοι παίχτες από τους άλλους. Αν έπαιζε και η «Γιωργία»….», είπε ο Λευτέρης με ύφος υπεροπτικό κάνοντας ένα κακόβουλο σχόλιο για τον συμμαθητή του.
- «Τι είπες  «Ελευθερίτσα» μου… δεν σε άκουσα!»,  του αποκρίθηκε ο κύριος με τέτοιο τρόπο, ώστε να καταλάβει το λάθος του.
Τα παιδιά ευθύς άρχισαν να γελάνε. Ο κύριος Τάσος όμως δεν ήθελε κανένας μαθητής να νιώθει μειονεκτικά και έτσι αμέσως εξήγησε στον Λευτέρη, ότι ο τρόπος που συμπεριφέρονταν στον συμμαθητή του ήταν ανώριμος και ρατσιστικός. 
-«Τι σημαίνει “ρατσισμός” κύριε;»  ρώτησε η Ελένη.
«Είναι η στάση που κρατάτε απέναντι στον συμμαθητή σας τον Γιώργο και σε κάθε “Γιώργο”  επειδή είναι διαφορετικός από εσάς.  Ο  Γιώργος μπορεί να μην προτιμά αυτό το παιχνίδι αλλά να τον ευχαριστούν αλλά πράγματα.  Ενδιαφερθήκατε ποτέ να μάθετε»;
Κάπως έτσι ανακαλύψαμε ένα κρυφό ταλέντο ανάμεσά μας,  έναν αυριανό Ολυμπιακό αθλητή.  Ο Γιώργος ήταν εξαιρετικός στην ενόργανη γυμναστική!  Τι κωλοτούμπες στον αέρα, τι έλξεις,  τι κατακόρυφα…  παιδί λάστιχο!
Εκείνη την ημέρα δεν κάναμε Γεωγραφία, όπως έλεγε το πρόγραμμα αλλά διδαχτήκαμε κάτι σημαντικότερο.  Ανακαλύψαμε  την Γεωγραφία του καθενός μας ξεχωριστά.  Μιλήσαμε  για την ετερότητα και τον σεβασμό στην διαφορετικότητα,  την ανεκτικότητα και για την αλληλοκατανόηση.  « Όλοι είμαστε  διαφορετικοί,  και όλοι είμαστε ίσοι»  ήταν το σύνθημα της ημέρας.
Από τότε κανένας δεν ξανακορόιδεψε τον Γιώργο. Απεναντίας ήταν συμπαθής και αγαπητός σε όλους μας. Καμιά φορά , όταν προσπαθούσε να μας διδάξει κάποιο γυμναστικό κόλπο… δεν τα καταφέρναμε… μάταιες προσπάθειες....
Ο καιρός κυλούσε και όλα τα παιδιά του Δ΄1 είχαν μάθει να συνεργάζονται, να αλληλοβοηθούνται και να εργάζονται ομαδικά,  χάρη σε ένα πρόγραμμα για ενδυνάμωση της ομαδικότητας, στο οποίο πηγαίναμε για δύο ώρες κάθε Τρίτη μαζί με τον κύριο Τάσο.  Τα σεμινάρια γινόντουσαν στη δημοτική βιβλιοθήκη του χωριού μας, στην λεγόμενη «Ψυχή Άκος» ,  θεραπεία ψυχής δηλαδή και πραγματικά, εκεί όλοι μας «θεραπευόμασταν».
Σκοπός του προγράμματος αυτού ήταν να μάθουμε μέσα από το παιχνίδι την αξία της φιλίας και την αρμόζουσα συμπεριφορά απέναντι σε κάθε συνάνθρωπό μας. Να μάθουμε να σεβόμαστε και να εκτιμάμε τον εαυτό μας, όχι με ναρκισσισμό και εγωπάθεια, αλλά με ταπεινοφροσύνη.  Και πρώτος ο κύριος Τάσος πρωτοστατούσε με το παράδειγμά του κάνοντας τα λόγια πράξη. Μας πρόσφερε τόσα πολλά αυτός ο άνθρωπος, ανιδιοτελώς και με πραγματική αγάπη.  Εμείς όμως τι του ανταποδώσαμε;  Προδοσία και θλίψη…
Η χρονιά έφτανε στο τέλος της. Η μοσχομυρισμένη Άνοιξη είχε μπει για τα καλά, όταν στο μάθημα των εικαστικών, ο Περικλής,  έχυσε την μπογιά πάνω στα ρούχα του.  Οξύθυμος όπως ήταν εκ φύσεως, άρχισε να φωνάζει και να βρίζει αισχρά.   Ο κύριος Τάσος εκείνη την ώρα περνούσε από κοντά μου προκειμένου να αξιολογήσει την ζωγραφιά μου όταν διαπέρασε τα αυτιά του ο ήχος της ανάγωγης γλώσσας του Περικλή, που καθόταν δίπλα μου. 
Με μία αστραπιαία κίνηση, το χέρι του δασκάλου, βρισκόταν στο μάγουλο του Περικλή κάνοντας το παιδί να ουρλιάξει και να ξεσπάσει σε κλάματα περισσότερο από εγωισμό και όχι τόσο από πόνο.  Τότε ο καημένος ο δάσκαλός μας, φανερά μετανιωμένος, άρχισε να απολογείται στο θιγμένο παιδί  για την απερίσκεπτη και αδικαιολόγητη πράξη του, η οποία ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη  με τις απόψεις του, όπου η βία δεν αποτελεί την λύση των προβλημάτων,  απεναντίας μέσω του διαλόγου φανερώνονται οι απαντήσεις, διδάσκοντας έτσι την αληθινή παιδεία.
Ο Περικλής δεν είχε σκοπό να αναφέρει το περιστατικό στους γονείς του, το είχε ξεχάσει κιόλας. Άλλωστε αν η μητέρα του μάθαινε τα λόγια που ξεστόμισε το καμάρι της θα αποκτούσε ως παράσημο ένα ακόμα σκαμπίλι στο άλλο μάγουλο. Η Λυδία όμως είχε άλλα σχέδια. Με πατέρα έναν ισχυρό οικονομικό παράγοντα της περιοχής και σαν άλλη Σαλώμη, που δεν της χαλούσε ποτέ κανένα χατίρι,  δε θα δίσταζε να ζητήσει το κεφάλι του κ. Τάσου επί πίνακι. Η Λυδία τα είχε σχεδιάσει όλα με πάσα λεπτομέρεια. Αφού στόλισε το ατυχές περιστατικό με πληθώρα κοσμητικών επιθέτων για τον κ. Τάσο, που συνοδευόταν με τα απαραίτητα κροκοδείλια δάκρυα και το επίμονο χτύπημα του ποδιού στο πάτωμα παρουσίασε την κατάσταση μέσα από τον δικό της μεγεθυντικό φακό. Και ο πατέρας της, ως γνήσιος πατέρας κακομαθημένου παιδιού θα εκπλήρωνε πάραυτα την επιθυμία της κορούλας του. Ασκώντας μεγάλη επιρροή στο σύλλογο γονέων και κηδεμόνων θα πετύχαινε με περισσή ευκολία τον στόχο του βλασταριού του, δηλαδή, να διώξει τον αγαπημένο μας δάσκαλο ο οποίος τόλμησε και της έβαλε Β’ στο μάθημα της Ιστορίας.
Το άλλο πρωί όλοι οι γονείς των παιδιών του τμήματός μας είχαν συγκεντρωθεί προκειμένου να αποφασίσουν για το μέλλον της παραμονής του κυρίου Τάσου στο σχολείο μας.  Φωνές, βρισιές μέχρι και συνθήματα ακούγαμε.Και όλα στρέφονταν εναντίον του κυρίου μας. Η καρδιά μας κόντευε να σπάσει. Μας ήταν αδύνατο να μείνουμε με δεμένα τα χέρια απέναντι στον προπηλακισμό που δεχόταν ο αγαπημένος μας δάσκαλος και για κάποιους από εμάς ο αγαπημένος μας πατέρας. Τότε με βουβή συνεννόηση, μέσω των βλεμμάτων μας, όλα τα παιδιά- πλην της Λυδίας που κράταγε απ΄ το μπαντζάκι τον πατέρα της- συγκεντρωθήκαμε σαν μία πραγματική ομάδα, υψώσαμε το ανάστημα των δέκα μας χρόνων  και σταθήκαμε στο πλάι του δακτυλοδεικτούμενου δασκάλου μας υποστηρίζοντάς τον, δίνοντας με αυτό τον τρόπο το μεγαλύτερο μάθημα ανθρωπιάς σε όλους τους γονείς.Καταστήσαμε σαφές ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως ακούγονται αλλά πίσω από κάθε γεγονός, κρύβεται   μία βαθύτερη ουσία που είναι δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος που δεν διαθέτει σφαιρική εικόνα των γεγονότων και που κακοπροαίρετα σπεύδει να βγάλει την ετυμηγορία και να καταδικάσει.
Ο κύριος Τάσος, ο "Κύπριος", ο δάσκαλος και συνοδοιπόρος σε κάθε καινούριο ταξίδι στον κόσμο της γνώσης και της ανακάλυψης του εαυτού μας, υπήρξε πρότυπο για εμάς. Η "απονενοημένη" πράξη του,που κόντεψε να του στοιχίσει τη διδασκαλία και να αμαυρώσει τα καλά και φωτεινά του έργα, ήταν μια κακιά στιγμή, αλλά εκείνος μας έμαθε πως το σφάλλειν είναι ανθρώπινο…η ουσία όμως είναι να έχουμε την δύναμη να ελέγχουμε τα λάθη μας , να τα οριοθετούμε και αν είναι δυνατόν να τα διορθώνουμε ή αλλιώς να μην τα επαναλαμβάνουμε διδασκόμενοι από το παρελθόν….
Εν τέλει, ο προσφιλής καινούργιος μας δάσκαλος παρέμεινε στο σχολείο! Έγινε παλιός και δίδαξε σε πολλές ακόμη τάξεις με δεκάχρονα παιδιά το πραγματικό νόημα που κρύβει η ζωή, γιατί τελικά ,αυτά τα μικρά παιδιά είναι ικανά να το συλλάβουν και να το μεταδώσουν σε όλο τον πλανήτη!




Κυριακή Γαϊτανίδου
Γ'5 - 2015-2016
Λύκειο Ακρόπολης
 Λευκωσία,Κυπρος
Copyright © 2014 Κυριακούπολη. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.
 Image result for teacher and kids


Έψαξα την Ευτυχία

Αποφάσισα να ανεβάσω στην Κυριακούπολη μια ιστορία που μου είχε ζητηθεί να γράψω στο σχολείο ως εργασία στο μάθημα της λογοτεχνίας. Αν θέλετε μπορείτε να την διαβάσετε και να μου πείτε την γνώμη σας! :)



Έψαξα    την   Ευτυχία

Αφιέρωση
Σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που αγωνίζονται για να ανακαλύψουν την ευτυχία στη ζωή τους, Σε κάθε γονιό του κόσμου που οφείλει να προσφέρει ανιδιοτελώς χαρά στα παιδιά του, και στους δικούς μου τους γονείς οι οποίοι πάντα με στήριζαν, εξακολουθούν να με στηρίζουν και μου χαρίζουν απλόχερα την αληθινή ολβιότητα.

Αν θέλεις πραγματικά να βρεις την ευτυχία, προσπάθησε να μην προκαλείς με τις πράξεις σου την δυστυχία….




Έψαξα    την   Ευτυχία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
        Ξημέρωσε  η 10η Αυγούστου  του 2021. Ο παππούς Μιχάλης είναι στο νοσοκομείο. Φέτος έκλεισε τα 88 του χρόνια και σύμφωνα με τους γιατρούς η καρδιά του έφθασε στη ημερομηνία λήξης της…..
Βέβαια και στεναχωριέμαι …πως ….παππούς μου είναι! Φυσικά και το αγαπάω, όμως …. νιώθω ένα κενό, βλέπω ένα ψηλό τοίχωμα να υψώνεται ανάμεσά μας. Βλέπεις, δεν γνωρίζω τον παππού μου, δεν γνωρίζω τίποτα απολύτως για την καταγωγή του , τους γονείς του, και γενικά την ιστορία μιας 88χρονής μεταπολεμικής ζωής.
Παρόλα αυτά θλίβομαι τώρα βλέποντάς τον στο κρεβάτι του νοσοκομείου ολομόναχο, χωρίς  τα δύο του τα παιδιά, χωρίς κανέναν να του κρατάει συντροφιά . Και διερωτώμαι «γιατί;» . Γιατί επέλεξε να τους απομακρύνει όλους από κοντά  του;  Αυτό το «γιατί» κουδουνίζει  τώρα μέσα στο μυαλό μου αντικρίζοντας αυτήν την μελαγχολική εικόνα ενός σκεπτικού γεράκου που ατενίζει με παράπονο έξω από το παράθυρο της κλινικής. Τι να σκέπτεται; Συλλογιέμαι, και τον πλησιάζω.
-          «Παππού. Η Ελπίδα είμαι ….ήρθα!» Του δηλώνω με σίγουρη και δυνατή φωνή και έναν τόνο επιτακτικό  θα έλεγα.

Διόλου δεν ταράχτηκε το  ταλαιπωρημένο βλέμμα του γεράκου, μονάχα έστρεψε το χιονισμένο κεφάλι του προς το μέρος μου . Δύο  ολοστρόγγυλες γαλαζοπράσινες χάντρες με κοιτάζουν σαν να προσδοκούν κάτι από εμένα. Είναι υγρές σαν να τις ξέπλυνε αυγουστιάτικη βροχή.

-          « Κάτσε εδώ Ελπίδα μου ,θέλω να σου πω…» Είπε με σιγανό και σταθερό τόνο.
Τηρώντας το θέλημά του κάθομαι δίπλα του και περιμένω. Σκέφτομαι ότι ίσως θέλει να μου πει την τελευταία του επιθυμία ή κάποιες ευχές πριν κλείσει τα μάτια του… ίσως θέλει να μου δώσει κάτι… δεν ξέρω.. απλά περιμένω. Τα μάτια μου δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή να κοιτάζουν τις δύο χάντρες οι οποίες νιώθω πως είναι έτοιμες να εξομολογηθούν την ιστορία τους.
-          «Ελπίδα.. τι μέρα είναι σήμερα;» Με ρώτησε ξαφνικά και απότομα
Η ερώτηση είναι ρητορική… είμαι σχεδόν σίγουρη ότι γνωρίζει πολύ καλά την απάντηση. Παρόλα αυτά του απαντώ κοφτά.
-          « 10 του Αυγούστου σήμερα παππού!!!»
-          «Σαν σήμερα πριν πολλά χρόνια άρχισα να ψάχνω…»
Οι  χάντρες όλο και σκούραιναν ,στέγνωναν..η φωνή όμως συνέχιζε.. « Άρχισα να ψάχνω κάτι που έχασα… το έχασα ενώ ήταν δίπλα μου… αλλά εγώ το έχασα… και δεν το ξαναβρήκα ποτέ…»

Αυτό το «ποτέ» σαν αντίλαλος ακούστηκε στα αυτιά μου και η ηχώ του διαπέρασε το κορμί μου δημιουργώντας μου ένα ρίγος,  μια ανατριχίλα.

-          « Τι έγινε παππού Μιχάλη, τι είχες χάσει;» Ρώτησα με ανησυχία και του κράτησα το χέρι για να ταξιδέψουμε μαζί στο παρελθόν, να μου διηγηθεί μια ιστορία, την δική του ιστορία….
                             



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.


12 Απριλίου 1941 Θεσσαλονίκη

             Σειρήνες. Παντού σειρήνες ακούγαμε. Η μικρή γελούσε, δεν φοβόταν . Ίσως επειδή δεν καταλάβαινε. Αγνοούσαμε τις ενοχλητικές τσιρίδες και εξακολουθούσαμε να παίζουμε με μια ξύλινη σβούρα που την είχα φτιάξει εγώ. Γελάγαμε δυνατά κάθε φορά που το παιχνίδι έπεφτε απότομα στο πάτωμα. Έπεφτε … σαν νεκρός που ξεψυχά και εν τέλει ενδίδει… πέφτει και σωριάζεται χάμω. Η μικρή γελούσε… συνέχιζε να γελά… δεν καταλάβαινε.
-          « Γέλα Μιχάλη γέλα!» μου φώναξε.
Εγώ είχα σοβαρέψει, δεν το έβρισκα πλέον αστείο αυτό το παιχνίδι. Η σβούρα μου θύμισε πολλές παρόμοιες σκηνές που είδα στον δρόμο, έξω από το παράθυρο του δωματίου μου..
Δεν ήθελα να τα θυμάμαι αυτά… δεν ήθελα.

-          «Άργησε η μαμά πάλι.» είπα στον εαυτό μου .
Σηκώθηκα απότομα και ανήσυχος περιφερόμουν στο δωματιάκι.
-          « Που πάς Μιχάλη; έλα να παίξουμε!» Δήλωσε με παράπονο η αδελφή μου τραβώντας μου το μπατζάκι του παντελονιού μου  και έπειτα εξακολούθησε να γελά και να χτυπά την σβούρα στο πάτωμα.

-          «Θα σταματήσεις επιτέλους; Σταμάτα Ευτυχία, σταμάτα να γελάς! Δεν καταλαβαίνεις;» Της φώναξα ως μεγάλος αδελφός που μαλώνει την άτακτη μικρή του αδελφή, εκείνη όμως δεν με πείρε στα σοβαρά και συνέχιζε.

Δεν θυμάμαι την Ευτυχία ποτέ να έκλαιγε. Ήταν μωρό τεσσάρων χρονών αλλά δεν έκλαιγε ,μονάχα γελούσε, ακόμη και όταν είχε ατυχήματα και χτυπούσε!
-          «Πρέπει να βρούμε ψωμί Ευτυχία, έχουμε δύο μέρες να φάμε.» Της είπα με σοβαρό τόνο και ύφος που αρμόζει περισσότερο σε έναν ενήλικα και όχι σε ένα οχτάχρονο αγόρι.

Ένιωθα ενήλικας και συμπεριφερόμουν σαν ενήλικας… επιβάλλονταν . Ποιος θα φρόντιζε αυτό το μικρό κορίτσι που με κοίταζε κατάματα ; Ποιος θα του χάριζε αγάπη και στοργή για να μεγαλώσει;
Ο μέθυσος πατέρας του ή μια γυναίκα « ακατάλληλη για μάννα» όπως την είχαν χαρακτηρίσει οι φωνές της γειτονιάς;
Και οι δύο ήταν ενήλικες όμως κανένας από τους δύο δεν παραβρίσκονταν εκεί για να ταΐσει το μικρό παιδί. Κανένας δεν ήταν εκεί για να ακούσει και να απαντήσει τις ερωτήσεις του κοριτσιού.
Κανένας δεν ήταν εκεί για να το κοιμίσει…
Που ήταν; Που είχαν πάει; Γιατί εκεί ήταν μόνο ένα ανυπεράσπιστο και αβοήθητο οχτάχρονο αγόρι που σήκωνε μόνο του ένα τόσο δύσκολο φορτίο;
-          «Δεν θα τα παρατήσω! Όχι  ... όχι τώρα, δεν πρέπει.. με χρειάζεται και πρέπει να αντέξω για αυτήν.. τα πάντα για την ευτυχία!»  Αυτά συλλογιόμουν και προτού με πιάσει το παράπονο άρπαξα την αδελφή μου από το χέρι και βγήκαμε στο δρόμο για αναζήτηση τροφής.

Περπατήσαμε από τον Βαρδάρη μέχρι που βγήκαμε στον Λευκό τον Πύργο. Πλήθος κόσμου ήταν σε απόγνωση, γερμανικά  τανκ  παρέλαυναν  στον κεντρικό το δρόμο. Επικρατούσε ένας σιωπηλός φόβος, μια αμηχανία. Κρατούσα σφικτά  το χεράκι της μικρής τόσο που φώναξε « Μιχάλη με πονάς. Άσε με».
Μάταιος κόπος. Την πήρα και γυρίσαμε πίσω στην γειτονιά μας.
Είχε νυχτώσει. Έχοντας πάντα πλάι μου την Ευτυχία πήγαμε να ψάξουμε για τον πατέρα μου στο γνωστό του λημέρι, στου μπάρμπα Χαράλαμπου. Ήταν δυοστενά πιο κάτω από το σπίτι μας. Ανέμενα να τον βρω εκεί, να κάθεται πνιγμένος στο ποτό κρατώντας το μπουκάλι του..το γλυκό κοκκινέλι. Αυτή την φορά όμως δεν ήταν εκεί για να τον μαζέψω. Ο κυρ Χαράλαμπος είχε κλείσει νωρίς τα στόρια.  Το μόνο που μας έμενε  να κάνουμε ήταν να γυρίσουμε σπίτι για άλλη μία φορά νηστικοί.  Η Ευτυχία άρχισε να διαμαρτύρεται  για την πείνα και την κούραση που ένοιωθε.  Κοίταξα στον δρόμο … ένας γκριζωπός γάτος έψαχνε και αυτός κάτι να γευτεί.  Σκέφτηκα πως ίσως ήταν η μόνη λύση … τουλάχιστον  γι’ απόψε.
     Ξάφνου θυμήθηκα πως ο κυρ Χαράλαμπος πάντα είχε κάποιο μεζεδάκι που συνόδευε το ούζο ή το κρασί.  Ίσως να ήμασταν τυχεροί και να είχε πετάξει κάτι της στα σκουπίδια.  Έψαξα με ντροπή στη γωνία.  Βρήκα ένα κομματάκι ξερό ψωμί, μια σαρδέλα και τρεις-τέσσερεις ελιές.  Ικανοποιημένος και περήφανος για  την εύρεση του γεύματός μας πήρα με το δρόμο για το σπίτι.
     Κατά το χάραμα άκουσα την πόρτα να τρίζει, μπήκε η μάνα, κουρασμένη για άλλη μία φορά και έπεσε για ύπνο με τα ρούχα.
-          «Φάγατε Μιχάλη;» ρώτησε.
-          «Φάγαμε».  Απάντησα και έγειρα το κεφάλι μου για να με ξαναπάρει ο ύπνος.



Αύγουστος πλέον,  το συσσίτιο στο προαύλιο του σχολείου είχε γίνει καθημερινή συνήθεια. Εάν επιθυμούσες να βάλεις κάτι στο στομάχι σου, έπρεπε να πας νωρίς και να περιμένεις καρτερικά στην ατελείωτη σειρά.  Αυτό κάναμε και εγώ και η Ευτυχία, κάθε πρωί, μαζί με τόσο άλλο κόσμο.
     Ήταν πρωί, κόντευαν τα μέσα του μήνα με είχε πάρει ο ύπνος, ξέχασα και δεν ξύπνησα.
-          «Αργήσαμε, αργήσαμε, ΠΑΜΕ»   φώναζε η αδελφή μου.
Τρέξαμε, σχεδόν πετάξαμε, δεν έμεινε όμως τίποτα. Το καζάνι  είχε στερέψει.  Μαζί μας απελπισμένοι και πεινασμένοι βρέθηκαν ο Γιαννάκης, ο Τάκης, ο Μπάμπης και ο Νικόλας, παιδιά της γειτονιάς.  Ο Τάκης ήταν στα 13 και αδελφός του ο Νικόλας ίδια ηλικία μ’ εμένα, πλησιάζαμε τα 9.
-          «Παιδιά! Μαζευτείτε… έχω σχέδιο!»  Ξεφώνησε ο Τάκης με ενθουσιασμό και πυγμή που αρμόζουν σε έναν πραγματικό αρχηγό.
-          «Το βλέπετε το φορτηγό των γερμαναράδων εκεί πέρα; Είναι γεμάτο με φαγητά! Αν θέλετε να φάτε ακολουθήστε τις οδηγίες μου με ακρίβεια.» Συνέχισε απευθυνόμενος  σε ‘μας με τόνο αυστηρό και πειθαρχημένο.»
-          «Ο Μιχάλης, ο Γιαννάκης και η μικρή θα κρυφτούν αριστερά και θα κρατάνε τσίλιες. Ο Μπάμπης κι ο Νικόλας θα πάνε πίσω από το τοιχάκι για τυχόν ενισχύσεις.»
Αυτό ήταν το περίφημο σχέδιο και χωρίς περιττά λόγια έτρεξε ο Τάκης και πλησίασε το φορτηγό σας ποντικάκι.
Ο οδηγός του φορτηγού όμως τον είδε με γατίσιο βλέμμα…
-          «Αλτ!
Πυροβολισμός!  Αυτό ήταν, ο Τάκης έπεσε, έπεσε όπως η σβούρα της Ευτυχίας.




Έτρεξα, δεν ήξερα που πήγαινα, άκουγα μόνο τον παλμό της καρδιάς μου και έβλεπα εικόνες.  Ο Μπάμπης τραβούσε τον Νικόλα ο οποίος αθόρυβα ούρλιαζε .  Εγώ απλά έτρεχα, δεν άκουγα τίποτα, έτρεχα.

Σκοτάδι. 

Κάποτε συνέρχομαι, βρίσκω ξανά τις αισθήσεις μου και διαπιστώνω πως βρίσκομαι σε κεντρικό δρόμο.  Πλήθος κόσμος έτρεχε δεξιά και αριστερά αλαλιασμένος. Χάος επικρατούσε και δεν έβρισκα τους υπόλοιπους, ούτε την Ευτυχία!  Που είναι η Ευτυχία;;;
-          «Ευτυχία, Ευτυχία!»  Ουρλιάζω και οδύρομαι.  Έψαξα παντού, δεν ήθελα να επιστρέψω σπίτι ωσότου να την βρω.  Μάταιες προσπάθειες όμως, πουθενά δεν την έβρισκα.  Αυτό ήταν, έχασα την Ευτυχία. 

Επέστρεψα σπίτι, τα μάτια μου είχαν πλημμυρίσει και θόλωναν την φιγούρα της μάνας μου που ην είχα αντίκρυ.  Άνοιξα το στόμα αλλά δεν έβγαινε η φωνή.  Ψέλλισα κάτι… η μάνα τότε
Μου έδωσε ένα χαστούκι και μου μάτωσε τη μύτη.

-          «Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;»  Φώναζε και με ταρακουνούσε ασταμάτητα.
-          «Τι σου ζήτησα άχρηστο παιδί;  Να προσέχεις την αδελφή σου, τι σου ζήτησα;  Αυτό ήταν, τελείωσε, μας την πήρε την Ευτυχία, το ‘πε και το ‘κανε.  Πως θα τα καταφέρουμε τώρα;» Συνέχισε η μάνα τον τραγικό μονόλογό της και πηγαινοέρχονταν στο διάδρομο κρατώντας το κεφάλι της.
 Ποιος μας την είχε πάρει; Τι εννοούσε η μάνα; Δεν καταλάβαινα τίποτα!  Ήξερα όμως ότι έφταιγα εγώ.  Είχα χάσει την αδελφούλα μου, είχα χάσει την Ευτυχία μου.







ΚΕΦΑΛΑΙΟ  2

18 Δεκεμβρίου 1944.
Η Ευτυχία παρέμεινε αγνοούμενη για 3 χρόνια. Εκείνο τον καιρό εγώ πλησίαζα τα 12 και κατανοούσα αρκετά πράγματα.
Η κυρά Ιωάννα, η μάνα μου, δεν φημίζονταν στην γειτονιά για ηθική γυναίκα και ιδανική μητέρα. Βέβαια ύστερα από την εξαφάνιση της μικρής, η μάνα δεν πολύ σύχναζε στο σπίτι… σπανίως την έβλεπα.
Τρία χρόνια, τρία ολόκληρα χρόνια σαν ζωντανός -νεκρός ήμουν μέσα σε 4 μουντούς τοίχους που ολοένα με πλάκωναν, με έκοβαν την ανάσα, μου ρουφούσαν την ζωή σταγόνα - σταγόνα  κλέβοντάς μου κάθε κρυφό όνειρο, κάθε ελπίδα, κάθε ευτυχία.
Τον πατέρα είχα ενάμιση χρόνο να τον δω. Έμενε στην Αθήνα και όντας κουμουνιστής συμμετείχε και αυτός στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα, την ματωμένη Κυριακή στις 3ης του Δεκέμβρη. Μας είχαν πληροφορήσει για τον τραυματισμό του.  Ήταν αναγκαίως ο ακρωτηριασμός  του δεξιού του χεριού.  Γεννήθηκε αριστερόχειρας,  αριστερός σε όλα όπως σχολίαζε και ο ίδιος.  Συνεπώς το τραύμα του δεν θα τον εμπόδιζε στις κινήσεις του.  Και πράγματι, η θεωρία αυτή επαληθεύθηκε μετά από κάποιους μήνες όταν μας επισπεύτηκε στο σπίτι μας στη Θεσσαλονίκη προκειμένουνα παραλάβει το χρηματικό επίδομα του ιδανικού πατέρα που συνηθίζαμε να του δίνουμε.
Ήταν μεσάνυχτα και μεθυσμένος όπως πάντα κλώτσησε την πόρτα και χίμηξε μέσα στο δωμάτιο.
-          «Πέτρο, τι γυρεύεις εσύ εδώ;»  Φώναξε η μάνα αιφνιδιασμένη από την παρουσία του.
-          «Φέρε γρήγορα τα λεφτά μου» Απάντησε εκείνος.
-          «Δεν έχει πια λεφτά, τελείωσαν, φύγε, δεν έχει τίποτα»
Οι φωνές και η φασαρία διήρκησαν για ένα πεντάλεπτο ακόμα ώσπου ο πατέρας έβγαλε ένα μικρό σουγιά από το σακάκι του στρέφοντάς το απειλητικά προς το μέρος της μάνας.  Η κυρά Ιωάννα είχε κοκαλώσει.  Εγώ καθόμουν στη γωνία και παρακολουθούσα τη διαμάχη τους.  Ξάφνου ο πατέρας όρμησε κατά πάνω της με το μαχαίρι στραμμένο  προς εκείνη.  Με ένα απότομο σάλτο ξεπροβάλω από την γωνία και στέκομαι μπροστά από την μάνα για να την προστατέψω.  Ο Πατέρας κοντοστάθηκε λίγο αλλά το μαχαίρι είχε ήδη μιλήσει καρφώνοντας την παλάμη του χεριού μου.  Ρυάκι αίματος σχηματίστηκε στο πάτωμα του μικρού δωματίου.  Ένα ήρεμο ρυάκι που αντικατόπτριζε την ήπια οικογενειακή μας κατάσταση. Ύστερα από αυτό το συμβάν δεν ξανά είδα τον κυρ Πέτρο ποτέ.  Έπειτα από ένα χρόνο έφυγα και εγώ από το σπίτι αφού μου τα εξομολογήθηκε όλα η μάνα.

           Με την Ευτυχία ήμασταν μισά-αδέλφια, ετεροθαλή, όπως τα αποκαλούν.  Είχαμε την ίδια μάνα αλλά διαφορετικό πατέρα.  Τον πατέρα της Ευτυχίας τον έλεγαν Γεράσιμο και ήταν κάποιος αξιωματικός της αστυνομίας.  Η μάνα μας εκμεταλλευόταν χρηματικά την ύπαρξη της μικρής απειλώντας τον αξιωματικό ότι θα αποκάλυπτε στην νόμιμη σύζυγό του για το νόθο παιδί του.  Προκειμένου εκείνος να μην εκτεθεί στην δική του οικογένεια συμφώνησε να μεγαλώσει η Ιωάννα το παιδί και να μη μάθει ποτέ κανείς τίποτα.  Ο Γεράσιμος όμως ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα πιθανόν να ήθελε την κόρη του πίσω και έτσι μας παρακολουθούσε και μας παραμόνευε διαρκώς.  Η μάνα μου υποψιάζονταν ότι την ημέρα που έχασα την Ευτυχία ήταν η μεγάλη ευκαιρία του Γεράσιμου να πάρει πίσω την κόρη του.  Ίσως και για την Ευτυχία να ήταν εκείνη η τυχερή της μέρα…
           Εγώ ευελπιστούσα ότι η εικασία της μάνας μου θα αλήθευε κιόλας.  Παρ’ όλα αυτά, κάθε μέρα πήγαινα και καθόμουν στο πάρκο της γειτονιάς και παρακολουθούσα τα μικρά παιδιά μήπως και πετύχαινα κάποιο μελαχρινό κοριτσάκι γύρω στα οκτώ με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό της να τρέχει ανέμελα.  Μικρός όπως ήμουνα δεν υποψιάστηκα ότι ίσως η αδελφή μου να είχε δοθεί για υιοθεσία ή να είχε φύγει με τον πατέρα της στο εξωτερικό.
           Ύστερα από την φυγή μου από το πατρικό μου, έμενα στο δρόμο.  Για μία ολόκληρη εβδομάδα μέσα στο κρύο του Δεκέμβρη κοιμόμουν σε ένα παγκάκι.  Έπρεπε οπωσδήποτε να αρχίσω να δουλεύω, να βρω μία εργασία, οτιδήποτε και αν ήταν αυτό.  Τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζα τα απαραίτητα.  Πράγματι, η ευκαιρία δεν άργησε να φανεί.  Ήταν μεσημέρι και εγώ όπως συνήθιζα, τριγύρναγα έξω από διάφορα μαγαζιά και εστιατόρια ζητιανεύοντας κυρίως για φαγητό ή δουλειά.  Σε έναν από αυτούς τους περιπάτους μου αντάμωσα έναν φαλακρό στρογγυλό άντρα γύρω στα 45.  Φαίνονταν κουρασμένος αλλά συνάμα πολύ φιλικός και ευδιάθετος.
-          «Μικρέ, ψάχνεις για δουλειά;  Είμαι μάστορας και χρειάζομαι στο εργαστήρι μου ακόμη ένα νεαρό.  Ενδιαφέρεσαι να σου μάθω την τέχνη του τόρνου;  Επιπλέον, το μεροκάματο θα είναι αρκετό για να φας και να ντυθείς.  Τι λες λοιπόν;  Δέχεσαι;»  Μου απευθύνθηκε.

-          «Ναι, πότε ξεκινάμε;»  Απάντησα ευθύς αμέσως και τον ακολούθησα.



Πέντε ολόκληρα χρόνια διήρκησαν  “οι σπουδές”  του τορναδόρου και πραγματικά είχα εξελιχθεί σε αληθινό τεχνίτη.  Ήμουνα πολύ καλός στη δουλεία μου και ο μάστρο-Θωμάς ήταν περήφανος  για εμένα και ευχαριστημένος αλλά δεν  μου έδινε καλό μισθό, με εκμεταλλευόταν, θα μπορούσα να πω.  Η ζωή μου ήταν πάρα πολύ φτωχή αλλά είχα τουλάχιστον τροφή και στέγη.  Ομολογώ πως εκείνα τα πέντε χρόνια πέρασαν γρήγορα.  Κάτι όμως με βασάνιζε, κάτι με απασχολούσε και με εμπόδιζε να προχωρήσω με την ζωή μου. 
Ενήλικας πλέον, 18 χρονών παλικάρι, αποφάσισα να εγκαταλείψω την γειτονιά μου με την ελπίδα ότι θα ξεχάσω την χαμένη ευτυχία.  Έτσι λοιπόν κατευθύνθηκα  προς την περιοχή του Μπεξινάρ, ή “τον κήπο των πριγκίπων”  όπως την αποκαλούσαν λόγω της καλύτερης οικονομικής κατάστασης των οικογενειών που ζούσαν εκεί,  σε σχέση με εμάς στον Βαρδάρη.  Εκεί υπήρχε ένα κλωστοϋφαντουργείο, η Βίλκα κοντά στο μύλο της Θεσσαλονίκης, όπου αποφάσισα να ζητήσω εργασία.  Έκτοτε δούλευα εκεί και από το μηδέν είχα καταφέρει να ζω αξιοπρεπώς.  Παρόλο αυτά, ιδιαίτερα κίνητρα και στόχους για το μέλλον δεν είχα, παρά μόνο ένα, να βρω την Ευτυχία που θα μου χάριζε την προσωπική μου ευτυχία, γιατί αυτό μου έλλειπε σε μεγαλύτερο βαθμό, αυτό στερούμουν.  Ίσως επειδή ένιωθα τύψεις, ίσως επειδή ήταν  ο μόνος άνθρωπος που μου κρατούσε συντροφιά με το γέλιο της σε εκείνα να αδυσώπητα  χρόνια της κατοχής.
                   Στη Βίλκα γνώρισα και την Παρασκευούλα, τη γιαγιά σου.  Από τη Θεσσαλονίκη και αυτή αλλά μεγάλωσε στο Μπεξινάρ.   Ήταν συνομήλικη μου και δουλεύαμε μαζί.  Όμορφο κορίτσι με μεγάλα εκφραστικά μάτια που όταν γελούσε η ήχος του γέλιου της αντηχούσε σε όλη τη γειτονιά , ένα χαρακτηριστικό της το οποίο μου προξενούσε τη νοσταλγία ενός μικρού κοριτσιού που γνώριζα . 
             Με την Παρασκευούλα  ερωτευθήκαμε και παντρευτήκαμε.  Πάρα ταύτα ο γάμος μας δεν είχε μεγάλη επιτυχία, ούτε μου χάρισε λίγη χαρά στη δυστυχία μου όπως προσδοκούσα.   Οι γονείς και οι μεγαλύτερες αδελφές της δεν ενέκριναν τον γάμο μας καθώς είχαν φροντίσει να μάθουν την οικογενειακή μου κατάσταση για την οποία δεν ήμουν καθόλου περήφανος.  Αντιθέτως μαχόμουν να την κρύψω όσο πιο βαθιά γίνονταν προκειμένου να αποφύγουμε τους καυγάδες και τις διαμάχες οι οποίες θα οδηγούσαν στο χωρισμό μας, αποφασίσαμε από κοινού να μεταναστέψουμε στη Γερμανία αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.  Επί πολλά χρόνια ζούσαμε στο Κιρχάιμ, ένα χωριό έξω από τη Στουτκάρντη και δουλεύαμε στη Σαλαμάντρα, ένα γιγαντιαίο εργοστάσιο κατασκευής υποδημάτων.  Η ζωή μας κυλούσε αλλά εγώ δεν αποτελούσα την πιο ευχάριστη συντροφιά, ούτε προσέφερα την καλύτερη οικογενειακή μας θαλπωρή στα δύο μας παιδιά, την Κατερίνα, την μητέρα σου και τον θείο σου Βασίλη. Πέρασα όλη μου τη ζωή μέσα στη κατήφεια, στην εσωστρέφεια και στη θλίψη. Γύρω μου συνέβαιναν υπέροχα πράγματα αλλά εγώ τα αψηφούσα, φορούσα παρωπίδες και δημιουργούσα συνεχώς προβλήματα προκαλώντας συγκρούσεις. Ως σύζυγος, ο πατέρας και ως άνθρωπος απέτυχα, και όλα αυτά επειδή δεν είχα ένα στόχο στη ζωή μου, μια ελπίδα για να ζω, για να συνεχίσω…
             Όσο για την μικρή αδελφή μου… δεν τη βρήκα ποτέ.  Έψαχνα!  Πότε δεν έπαψα να ψάχνω, όμως κανένα ίχνος της, κανένα σημάδι.  Η Ευτυχία υπήρξε για εμένα το μοναδικό κίνητρο ύπαρξης, ταυτόχρονα όμως μου έφερε τη δυστυχία.  Δεν την κατηγορώ όμως, εγώ φταίω…  εξάλου εγώ κρατούσα τα ινία της ζωής μου, θα μπορούσα να την κατευθύνω αλλιώς, δεν το έκανα όμως και το πλήρωσα ακριβά εγώ και οι γύρω μου χωρίς να φταίνε.  Τώρα συνειδητοποιώ ότι η μικρή η Ευτυχία ίσως να ήταν μία πρόφαση, κατά βάθος ήξερα ότι μπορεί να μην την έβρισκα και ποτέ. Αλλά χωρίς αυτό το μικρό σκοπό η ζωή μου δεν θα είχε κανένα νόημα.
             Γι’ αυτό Ελπίδα μου, η πραγματική ευτυχία της ζωής είναι τα όνειρα και οι προσδοκίες που έχεις για το μέλλον, χωρίς όμως να παραλείπεις και να αμελείς τις μικρές καθημερινές χαρές που συμβαίνουν δίπλα σου.  Με άλλα λόγια  να θέτεις με σύνεση τις προτεραιότητες σου. Ψάξε λοιπόν τα όνειρά σου, ανακάλυψέ τα και ακολούθησε τα, τότε θα βρεις την ευτυχία και δεν θα την χάσεις ποτέ…


………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

             Κάπως έτσι μου τα διηγήθηκε, έπειτα έκλεισε τα μάτια.  Πρώτη φορά μετά από ογδόντα ολόκληρα χρόνια κοιμήθηκε γαλήνια. Η κατήφεια και η λίπη τον εγκατέλειψε τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής του.  Στο πρόσωπό του αντανακλούσε η ελπίδα ότι θα λάβει συγχώρεση από εκείνους που ταλαιπώρησε χρόνια.  Άλλωστε, μου τα είχε εξομολογηθεί όλα κάτι το οποίο τον απάλλασσε από τις τύψεις που κουβαλούσε μία ζωή.
             Του υποσχέθηκα ότι θα ψάξω την ευτυχία, θα ψάξω και θα τη βρω!
          







Κυριακή Γαϊτανίδου Γ’5
2015-2016
Copyright © 2014 Κυριακούπολη. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.