Did you miss something? Keep Reading

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Έψαξα την Ευτυχία

Αποφάσισα να ανεβάσω στην Κυριακούπολη μια ιστορία που μου είχε ζητηθεί να γράψω στο σχολείο ως εργασία στο μάθημα της λογοτεχνίας. Αν θέλετε μπορείτε να την διαβάσετε και να μου πείτε την γνώμη σας! :)



Έψαξα    την   Ευτυχία

Αφιέρωση
Σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που αγωνίζονται για να ανακαλύψουν την ευτυχία στη ζωή τους, Σε κάθε γονιό του κόσμου που οφείλει να προσφέρει ανιδιοτελώς χαρά στα παιδιά του, και στους δικούς μου τους γονείς οι οποίοι πάντα με στήριζαν, εξακολουθούν να με στηρίζουν και μου χαρίζουν απλόχερα την αληθινή ολβιότητα.

Αν θέλεις πραγματικά να βρεις την ευτυχία, προσπάθησε να μην προκαλείς με τις πράξεις σου την δυστυχία….




Έψαξα    την   Ευτυχία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.
        Ξημέρωσε  η 10η Αυγούστου  του 2021. Ο παππούς Μιχάλης είναι στο νοσοκομείο. Φέτος έκλεισε τα 88 του χρόνια και σύμφωνα με τους γιατρούς η καρδιά του έφθασε στη ημερομηνία λήξης της…..
Βέβαια και στεναχωριέμαι …πως ….παππούς μου είναι! Φυσικά και το αγαπάω, όμως …. νιώθω ένα κενό, βλέπω ένα ψηλό τοίχωμα να υψώνεται ανάμεσά μας. Βλέπεις, δεν γνωρίζω τον παππού μου, δεν γνωρίζω τίποτα απολύτως για την καταγωγή του , τους γονείς του, και γενικά την ιστορία μιας 88χρονής μεταπολεμικής ζωής.
Παρόλα αυτά θλίβομαι τώρα βλέποντάς τον στο κρεβάτι του νοσοκομείου ολομόναχο, χωρίς  τα δύο του τα παιδιά, χωρίς κανέναν να του κρατάει συντροφιά . Και διερωτώμαι «γιατί;» . Γιατί επέλεξε να τους απομακρύνει όλους από κοντά  του;  Αυτό το «γιατί» κουδουνίζει  τώρα μέσα στο μυαλό μου αντικρίζοντας αυτήν την μελαγχολική εικόνα ενός σκεπτικού γεράκου που ατενίζει με παράπονο έξω από το παράθυρο της κλινικής. Τι να σκέπτεται; Συλλογιέμαι, και τον πλησιάζω.
-          «Παππού. Η Ελπίδα είμαι ….ήρθα!» Του δηλώνω με σίγουρη και δυνατή φωνή και έναν τόνο επιτακτικό  θα έλεγα.

Διόλου δεν ταράχτηκε το  ταλαιπωρημένο βλέμμα του γεράκου, μονάχα έστρεψε το χιονισμένο κεφάλι του προς το μέρος μου . Δύο  ολοστρόγγυλες γαλαζοπράσινες χάντρες με κοιτάζουν σαν να προσδοκούν κάτι από εμένα. Είναι υγρές σαν να τις ξέπλυνε αυγουστιάτικη βροχή.

-          « Κάτσε εδώ Ελπίδα μου ,θέλω να σου πω…» Είπε με σιγανό και σταθερό τόνο.
Τηρώντας το θέλημά του κάθομαι δίπλα του και περιμένω. Σκέφτομαι ότι ίσως θέλει να μου πει την τελευταία του επιθυμία ή κάποιες ευχές πριν κλείσει τα μάτια του… ίσως θέλει να μου δώσει κάτι… δεν ξέρω.. απλά περιμένω. Τα μάτια μου δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή να κοιτάζουν τις δύο χάντρες οι οποίες νιώθω πως είναι έτοιμες να εξομολογηθούν την ιστορία τους.
-          «Ελπίδα.. τι μέρα είναι σήμερα;» Με ρώτησε ξαφνικά και απότομα
Η ερώτηση είναι ρητορική… είμαι σχεδόν σίγουρη ότι γνωρίζει πολύ καλά την απάντηση. Παρόλα αυτά του απαντώ κοφτά.
-          « 10 του Αυγούστου σήμερα παππού!!!»
-          «Σαν σήμερα πριν πολλά χρόνια άρχισα να ψάχνω…»
Οι  χάντρες όλο και σκούραιναν ,στέγνωναν..η φωνή όμως συνέχιζε.. « Άρχισα να ψάχνω κάτι που έχασα… το έχασα ενώ ήταν δίπλα μου… αλλά εγώ το έχασα… και δεν το ξαναβρήκα ποτέ…»

Αυτό το «ποτέ» σαν αντίλαλος ακούστηκε στα αυτιά μου και η ηχώ του διαπέρασε το κορμί μου δημιουργώντας μου ένα ρίγος,  μια ανατριχίλα.

-          « Τι έγινε παππού Μιχάλη, τι είχες χάσει;» Ρώτησα με ανησυχία και του κράτησα το χέρι για να ταξιδέψουμε μαζί στο παρελθόν, να μου διηγηθεί μια ιστορία, την δική του ιστορία….
                             



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.


12 Απριλίου 1941 Θεσσαλονίκη

             Σειρήνες. Παντού σειρήνες ακούγαμε. Η μικρή γελούσε, δεν φοβόταν . Ίσως επειδή δεν καταλάβαινε. Αγνοούσαμε τις ενοχλητικές τσιρίδες και εξακολουθούσαμε να παίζουμε με μια ξύλινη σβούρα που την είχα φτιάξει εγώ. Γελάγαμε δυνατά κάθε φορά που το παιχνίδι έπεφτε απότομα στο πάτωμα. Έπεφτε … σαν νεκρός που ξεψυχά και εν τέλει ενδίδει… πέφτει και σωριάζεται χάμω. Η μικρή γελούσε… συνέχιζε να γελά… δεν καταλάβαινε.
-          « Γέλα Μιχάλη γέλα!» μου φώναξε.
Εγώ είχα σοβαρέψει, δεν το έβρισκα πλέον αστείο αυτό το παιχνίδι. Η σβούρα μου θύμισε πολλές παρόμοιες σκηνές που είδα στον δρόμο, έξω από το παράθυρο του δωματίου μου..
Δεν ήθελα να τα θυμάμαι αυτά… δεν ήθελα.

-          «Άργησε η μαμά πάλι.» είπα στον εαυτό μου .
Σηκώθηκα απότομα και ανήσυχος περιφερόμουν στο δωματιάκι.
-          « Που πάς Μιχάλη; έλα να παίξουμε!» Δήλωσε με παράπονο η αδελφή μου τραβώντας μου το μπατζάκι του παντελονιού μου  και έπειτα εξακολούθησε να γελά και να χτυπά την σβούρα στο πάτωμα.

-          «Θα σταματήσεις επιτέλους; Σταμάτα Ευτυχία, σταμάτα να γελάς! Δεν καταλαβαίνεις;» Της φώναξα ως μεγάλος αδελφός που μαλώνει την άτακτη μικρή του αδελφή, εκείνη όμως δεν με πείρε στα σοβαρά και συνέχιζε.

Δεν θυμάμαι την Ευτυχία ποτέ να έκλαιγε. Ήταν μωρό τεσσάρων χρονών αλλά δεν έκλαιγε ,μονάχα γελούσε, ακόμη και όταν είχε ατυχήματα και χτυπούσε!
-          «Πρέπει να βρούμε ψωμί Ευτυχία, έχουμε δύο μέρες να φάμε.» Της είπα με σοβαρό τόνο και ύφος που αρμόζει περισσότερο σε έναν ενήλικα και όχι σε ένα οχτάχρονο αγόρι.

Ένιωθα ενήλικας και συμπεριφερόμουν σαν ενήλικας… επιβάλλονταν . Ποιος θα φρόντιζε αυτό το μικρό κορίτσι που με κοίταζε κατάματα ; Ποιος θα του χάριζε αγάπη και στοργή για να μεγαλώσει;
Ο μέθυσος πατέρας του ή μια γυναίκα « ακατάλληλη για μάννα» όπως την είχαν χαρακτηρίσει οι φωνές της γειτονιάς;
Και οι δύο ήταν ενήλικες όμως κανένας από τους δύο δεν παραβρίσκονταν εκεί για να ταΐσει το μικρό παιδί. Κανένας δεν ήταν εκεί για να ακούσει και να απαντήσει τις ερωτήσεις του κοριτσιού.
Κανένας δεν ήταν εκεί για να το κοιμίσει…
Που ήταν; Που είχαν πάει; Γιατί εκεί ήταν μόνο ένα ανυπεράσπιστο και αβοήθητο οχτάχρονο αγόρι που σήκωνε μόνο του ένα τόσο δύσκολο φορτίο;
-          «Δεν θα τα παρατήσω! Όχι  ... όχι τώρα, δεν πρέπει.. με χρειάζεται και πρέπει να αντέξω για αυτήν.. τα πάντα για την ευτυχία!»  Αυτά συλλογιόμουν και προτού με πιάσει το παράπονο άρπαξα την αδελφή μου από το χέρι και βγήκαμε στο δρόμο για αναζήτηση τροφής.

Περπατήσαμε από τον Βαρδάρη μέχρι που βγήκαμε στον Λευκό τον Πύργο. Πλήθος κόσμου ήταν σε απόγνωση, γερμανικά  τανκ  παρέλαυναν  στον κεντρικό το δρόμο. Επικρατούσε ένας σιωπηλός φόβος, μια αμηχανία. Κρατούσα σφικτά  το χεράκι της μικρής τόσο που φώναξε « Μιχάλη με πονάς. Άσε με».
Μάταιος κόπος. Την πήρα και γυρίσαμε πίσω στην γειτονιά μας.
Είχε νυχτώσει. Έχοντας πάντα πλάι μου την Ευτυχία πήγαμε να ψάξουμε για τον πατέρα μου στο γνωστό του λημέρι, στου μπάρμπα Χαράλαμπου. Ήταν δυοστενά πιο κάτω από το σπίτι μας. Ανέμενα να τον βρω εκεί, να κάθεται πνιγμένος στο ποτό κρατώντας το μπουκάλι του..το γλυκό κοκκινέλι. Αυτή την φορά όμως δεν ήταν εκεί για να τον μαζέψω. Ο κυρ Χαράλαμπος είχε κλείσει νωρίς τα στόρια.  Το μόνο που μας έμενε  να κάνουμε ήταν να γυρίσουμε σπίτι για άλλη μία φορά νηστικοί.  Η Ευτυχία άρχισε να διαμαρτύρεται  για την πείνα και την κούραση που ένοιωθε.  Κοίταξα στον δρόμο … ένας γκριζωπός γάτος έψαχνε και αυτός κάτι να γευτεί.  Σκέφτηκα πως ίσως ήταν η μόνη λύση … τουλάχιστον  γι’ απόψε.
     Ξάφνου θυμήθηκα πως ο κυρ Χαράλαμπος πάντα είχε κάποιο μεζεδάκι που συνόδευε το ούζο ή το κρασί.  Ίσως να ήμασταν τυχεροί και να είχε πετάξει κάτι της στα σκουπίδια.  Έψαξα με ντροπή στη γωνία.  Βρήκα ένα κομματάκι ξερό ψωμί, μια σαρδέλα και τρεις-τέσσερεις ελιές.  Ικανοποιημένος και περήφανος για  την εύρεση του γεύματός μας πήρα με το δρόμο για το σπίτι.
     Κατά το χάραμα άκουσα την πόρτα να τρίζει, μπήκε η μάνα, κουρασμένη για άλλη μία φορά και έπεσε για ύπνο με τα ρούχα.
-          «Φάγατε Μιχάλη;» ρώτησε.
-          «Φάγαμε».  Απάντησα και έγειρα το κεφάλι μου για να με ξαναπάρει ο ύπνος.



Αύγουστος πλέον,  το συσσίτιο στο προαύλιο του σχολείου είχε γίνει καθημερινή συνήθεια. Εάν επιθυμούσες να βάλεις κάτι στο στομάχι σου, έπρεπε να πας νωρίς και να περιμένεις καρτερικά στην ατελείωτη σειρά.  Αυτό κάναμε και εγώ και η Ευτυχία, κάθε πρωί, μαζί με τόσο άλλο κόσμο.
     Ήταν πρωί, κόντευαν τα μέσα του μήνα με είχε πάρει ο ύπνος, ξέχασα και δεν ξύπνησα.
-          «Αργήσαμε, αργήσαμε, ΠΑΜΕ»   φώναζε η αδελφή μου.
Τρέξαμε, σχεδόν πετάξαμε, δεν έμεινε όμως τίποτα. Το καζάνι  είχε στερέψει.  Μαζί μας απελπισμένοι και πεινασμένοι βρέθηκαν ο Γιαννάκης, ο Τάκης, ο Μπάμπης και ο Νικόλας, παιδιά της γειτονιάς.  Ο Τάκης ήταν στα 13 και αδελφός του ο Νικόλας ίδια ηλικία μ’ εμένα, πλησιάζαμε τα 9.
-          «Παιδιά! Μαζευτείτε… έχω σχέδιο!»  Ξεφώνησε ο Τάκης με ενθουσιασμό και πυγμή που αρμόζουν σε έναν πραγματικό αρχηγό.
-          «Το βλέπετε το φορτηγό των γερμαναράδων εκεί πέρα; Είναι γεμάτο με φαγητά! Αν θέλετε να φάτε ακολουθήστε τις οδηγίες μου με ακρίβεια.» Συνέχισε απευθυνόμενος  σε ‘μας με τόνο αυστηρό και πειθαρχημένο.»
-          «Ο Μιχάλης, ο Γιαννάκης και η μικρή θα κρυφτούν αριστερά και θα κρατάνε τσίλιες. Ο Μπάμπης κι ο Νικόλας θα πάνε πίσω από το τοιχάκι για τυχόν ενισχύσεις.»
Αυτό ήταν το περίφημο σχέδιο και χωρίς περιττά λόγια έτρεξε ο Τάκης και πλησίασε το φορτηγό σας ποντικάκι.
Ο οδηγός του φορτηγού όμως τον είδε με γατίσιο βλέμμα…
-          «Αλτ!
Πυροβολισμός!  Αυτό ήταν, ο Τάκης έπεσε, έπεσε όπως η σβούρα της Ευτυχίας.




Έτρεξα, δεν ήξερα που πήγαινα, άκουγα μόνο τον παλμό της καρδιάς μου και έβλεπα εικόνες.  Ο Μπάμπης τραβούσε τον Νικόλα ο οποίος αθόρυβα ούρλιαζε .  Εγώ απλά έτρεχα, δεν άκουγα τίποτα, έτρεχα.

Σκοτάδι. 

Κάποτε συνέρχομαι, βρίσκω ξανά τις αισθήσεις μου και διαπιστώνω πως βρίσκομαι σε κεντρικό δρόμο.  Πλήθος κόσμος έτρεχε δεξιά και αριστερά αλαλιασμένος. Χάος επικρατούσε και δεν έβρισκα τους υπόλοιπους, ούτε την Ευτυχία!  Που είναι η Ευτυχία;;;
-          «Ευτυχία, Ευτυχία!»  Ουρλιάζω και οδύρομαι.  Έψαξα παντού, δεν ήθελα να επιστρέψω σπίτι ωσότου να την βρω.  Μάταιες προσπάθειες όμως, πουθενά δεν την έβρισκα.  Αυτό ήταν, έχασα την Ευτυχία. 

Επέστρεψα σπίτι, τα μάτια μου είχαν πλημμυρίσει και θόλωναν την φιγούρα της μάνας μου που ην είχα αντίκρυ.  Άνοιξα το στόμα αλλά δεν έβγαινε η φωνή.  Ψέλλισα κάτι… η μάνα τότε
Μου έδωσε ένα χαστούκι και μου μάτωσε τη μύτη.

-          «Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;»  Φώναζε και με ταρακουνούσε ασταμάτητα.
-          «Τι σου ζήτησα άχρηστο παιδί;  Να προσέχεις την αδελφή σου, τι σου ζήτησα;  Αυτό ήταν, τελείωσε, μας την πήρε την Ευτυχία, το ‘πε και το ‘κανε.  Πως θα τα καταφέρουμε τώρα;» Συνέχισε η μάνα τον τραγικό μονόλογό της και πηγαινοέρχονταν στο διάδρομο κρατώντας το κεφάλι της.
 Ποιος μας την είχε πάρει; Τι εννοούσε η μάνα; Δεν καταλάβαινα τίποτα!  Ήξερα όμως ότι έφταιγα εγώ.  Είχα χάσει την αδελφούλα μου, είχα χάσει την Ευτυχία μου.







ΚΕΦΑΛΑΙΟ  2

18 Δεκεμβρίου 1944.
Η Ευτυχία παρέμεινε αγνοούμενη για 3 χρόνια. Εκείνο τον καιρό εγώ πλησίαζα τα 12 και κατανοούσα αρκετά πράγματα.
Η κυρά Ιωάννα, η μάνα μου, δεν φημίζονταν στην γειτονιά για ηθική γυναίκα και ιδανική μητέρα. Βέβαια ύστερα από την εξαφάνιση της μικρής, η μάνα δεν πολύ σύχναζε στο σπίτι… σπανίως την έβλεπα.
Τρία χρόνια, τρία ολόκληρα χρόνια σαν ζωντανός -νεκρός ήμουν μέσα σε 4 μουντούς τοίχους που ολοένα με πλάκωναν, με έκοβαν την ανάσα, μου ρουφούσαν την ζωή σταγόνα - σταγόνα  κλέβοντάς μου κάθε κρυφό όνειρο, κάθε ελπίδα, κάθε ευτυχία.
Τον πατέρα είχα ενάμιση χρόνο να τον δω. Έμενε στην Αθήνα και όντας κουμουνιστής συμμετείχε και αυτός στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα, την ματωμένη Κυριακή στις 3ης του Δεκέμβρη. Μας είχαν πληροφορήσει για τον τραυματισμό του.  Ήταν αναγκαίως ο ακρωτηριασμός  του δεξιού του χεριού.  Γεννήθηκε αριστερόχειρας,  αριστερός σε όλα όπως σχολίαζε και ο ίδιος.  Συνεπώς το τραύμα του δεν θα τον εμπόδιζε στις κινήσεις του.  Και πράγματι, η θεωρία αυτή επαληθεύθηκε μετά από κάποιους μήνες όταν μας επισπεύτηκε στο σπίτι μας στη Θεσσαλονίκη προκειμένουνα παραλάβει το χρηματικό επίδομα του ιδανικού πατέρα που συνηθίζαμε να του δίνουμε.
Ήταν μεσάνυχτα και μεθυσμένος όπως πάντα κλώτσησε την πόρτα και χίμηξε μέσα στο δωμάτιο.
-          «Πέτρο, τι γυρεύεις εσύ εδώ;»  Φώναξε η μάνα αιφνιδιασμένη από την παρουσία του.
-          «Φέρε γρήγορα τα λεφτά μου» Απάντησε εκείνος.
-          «Δεν έχει πια λεφτά, τελείωσαν, φύγε, δεν έχει τίποτα»
Οι φωνές και η φασαρία διήρκησαν για ένα πεντάλεπτο ακόμα ώσπου ο πατέρας έβγαλε ένα μικρό σουγιά από το σακάκι του στρέφοντάς το απειλητικά προς το μέρος της μάνας.  Η κυρά Ιωάννα είχε κοκαλώσει.  Εγώ καθόμουν στη γωνία και παρακολουθούσα τη διαμάχη τους.  Ξάφνου ο πατέρας όρμησε κατά πάνω της με το μαχαίρι στραμμένο  προς εκείνη.  Με ένα απότομο σάλτο ξεπροβάλω από την γωνία και στέκομαι μπροστά από την μάνα για να την προστατέψω.  Ο Πατέρας κοντοστάθηκε λίγο αλλά το μαχαίρι είχε ήδη μιλήσει καρφώνοντας την παλάμη του χεριού μου.  Ρυάκι αίματος σχηματίστηκε στο πάτωμα του μικρού δωματίου.  Ένα ήρεμο ρυάκι που αντικατόπτριζε την ήπια οικογενειακή μας κατάσταση. Ύστερα από αυτό το συμβάν δεν ξανά είδα τον κυρ Πέτρο ποτέ.  Έπειτα από ένα χρόνο έφυγα και εγώ από το σπίτι αφού μου τα εξομολογήθηκε όλα η μάνα.

           Με την Ευτυχία ήμασταν μισά-αδέλφια, ετεροθαλή, όπως τα αποκαλούν.  Είχαμε την ίδια μάνα αλλά διαφορετικό πατέρα.  Τον πατέρα της Ευτυχίας τον έλεγαν Γεράσιμο και ήταν κάποιος αξιωματικός της αστυνομίας.  Η μάνα μας εκμεταλλευόταν χρηματικά την ύπαρξη της μικρής απειλώντας τον αξιωματικό ότι θα αποκάλυπτε στην νόμιμη σύζυγό του για το νόθο παιδί του.  Προκειμένου εκείνος να μην εκτεθεί στην δική του οικογένεια συμφώνησε να μεγαλώσει η Ιωάννα το παιδί και να μη μάθει ποτέ κανείς τίποτα.  Ο Γεράσιμος όμως ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα πιθανόν να ήθελε την κόρη του πίσω και έτσι μας παρακολουθούσε και μας παραμόνευε διαρκώς.  Η μάνα μου υποψιάζονταν ότι την ημέρα που έχασα την Ευτυχία ήταν η μεγάλη ευκαιρία του Γεράσιμου να πάρει πίσω την κόρη του.  Ίσως και για την Ευτυχία να ήταν εκείνη η τυχερή της μέρα…
           Εγώ ευελπιστούσα ότι η εικασία της μάνας μου θα αλήθευε κιόλας.  Παρ’ όλα αυτά, κάθε μέρα πήγαινα και καθόμουν στο πάρκο της γειτονιάς και παρακολουθούσα τα μικρά παιδιά μήπως και πετύχαινα κάποιο μελαχρινό κοριτσάκι γύρω στα οκτώ με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό της να τρέχει ανέμελα.  Μικρός όπως ήμουνα δεν υποψιάστηκα ότι ίσως η αδελφή μου να είχε δοθεί για υιοθεσία ή να είχε φύγει με τον πατέρα της στο εξωτερικό.
           Ύστερα από την φυγή μου από το πατρικό μου, έμενα στο δρόμο.  Για μία ολόκληρη εβδομάδα μέσα στο κρύο του Δεκέμβρη κοιμόμουν σε ένα παγκάκι.  Έπρεπε οπωσδήποτε να αρχίσω να δουλεύω, να βρω μία εργασία, οτιδήποτε και αν ήταν αυτό.  Τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζα τα απαραίτητα.  Πράγματι, η ευκαιρία δεν άργησε να φανεί.  Ήταν μεσημέρι και εγώ όπως συνήθιζα, τριγύρναγα έξω από διάφορα μαγαζιά και εστιατόρια ζητιανεύοντας κυρίως για φαγητό ή δουλειά.  Σε έναν από αυτούς τους περιπάτους μου αντάμωσα έναν φαλακρό στρογγυλό άντρα γύρω στα 45.  Φαίνονταν κουρασμένος αλλά συνάμα πολύ φιλικός και ευδιάθετος.
-          «Μικρέ, ψάχνεις για δουλειά;  Είμαι μάστορας και χρειάζομαι στο εργαστήρι μου ακόμη ένα νεαρό.  Ενδιαφέρεσαι να σου μάθω την τέχνη του τόρνου;  Επιπλέον, το μεροκάματο θα είναι αρκετό για να φας και να ντυθείς.  Τι λες λοιπόν;  Δέχεσαι;»  Μου απευθύνθηκε.

-          «Ναι, πότε ξεκινάμε;»  Απάντησα ευθύς αμέσως και τον ακολούθησα.



Πέντε ολόκληρα χρόνια διήρκησαν  “οι σπουδές”  του τορναδόρου και πραγματικά είχα εξελιχθεί σε αληθινό τεχνίτη.  Ήμουνα πολύ καλός στη δουλεία μου και ο μάστρο-Θωμάς ήταν περήφανος  για εμένα και ευχαριστημένος αλλά δεν  μου έδινε καλό μισθό, με εκμεταλλευόταν, θα μπορούσα να πω.  Η ζωή μου ήταν πάρα πολύ φτωχή αλλά είχα τουλάχιστον τροφή και στέγη.  Ομολογώ πως εκείνα τα πέντε χρόνια πέρασαν γρήγορα.  Κάτι όμως με βασάνιζε, κάτι με απασχολούσε και με εμπόδιζε να προχωρήσω με την ζωή μου. 
Ενήλικας πλέον, 18 χρονών παλικάρι, αποφάσισα να εγκαταλείψω την γειτονιά μου με την ελπίδα ότι θα ξεχάσω την χαμένη ευτυχία.  Έτσι λοιπόν κατευθύνθηκα  προς την περιοχή του Μπεξινάρ, ή “τον κήπο των πριγκίπων”  όπως την αποκαλούσαν λόγω της καλύτερης οικονομικής κατάστασης των οικογενειών που ζούσαν εκεί,  σε σχέση με εμάς στον Βαρδάρη.  Εκεί υπήρχε ένα κλωστοϋφαντουργείο, η Βίλκα κοντά στο μύλο της Θεσσαλονίκης, όπου αποφάσισα να ζητήσω εργασία.  Έκτοτε δούλευα εκεί και από το μηδέν είχα καταφέρει να ζω αξιοπρεπώς.  Παρόλο αυτά, ιδιαίτερα κίνητρα και στόχους για το μέλλον δεν είχα, παρά μόνο ένα, να βρω την Ευτυχία που θα μου χάριζε την προσωπική μου ευτυχία, γιατί αυτό μου έλλειπε σε μεγαλύτερο βαθμό, αυτό στερούμουν.  Ίσως επειδή ένιωθα τύψεις, ίσως επειδή ήταν  ο μόνος άνθρωπος που μου κρατούσε συντροφιά με το γέλιο της σε εκείνα να αδυσώπητα  χρόνια της κατοχής.
                   Στη Βίλκα γνώρισα και την Παρασκευούλα, τη γιαγιά σου.  Από τη Θεσσαλονίκη και αυτή αλλά μεγάλωσε στο Μπεξινάρ.   Ήταν συνομήλικη μου και δουλεύαμε μαζί.  Όμορφο κορίτσι με μεγάλα εκφραστικά μάτια που όταν γελούσε η ήχος του γέλιου της αντηχούσε σε όλη τη γειτονιά , ένα χαρακτηριστικό της το οποίο μου προξενούσε τη νοσταλγία ενός μικρού κοριτσιού που γνώριζα . 
             Με την Παρασκευούλα  ερωτευθήκαμε και παντρευτήκαμε.  Πάρα ταύτα ο γάμος μας δεν είχε μεγάλη επιτυχία, ούτε μου χάρισε λίγη χαρά στη δυστυχία μου όπως προσδοκούσα.   Οι γονείς και οι μεγαλύτερες αδελφές της δεν ενέκριναν τον γάμο μας καθώς είχαν φροντίσει να μάθουν την οικογενειακή μου κατάσταση για την οποία δεν ήμουν καθόλου περήφανος.  Αντιθέτως μαχόμουν να την κρύψω όσο πιο βαθιά γίνονταν προκειμένου να αποφύγουμε τους καυγάδες και τις διαμάχες οι οποίες θα οδηγούσαν στο χωρισμό μας, αποφασίσαμε από κοινού να μεταναστέψουμε στη Γερμανία αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.  Επί πολλά χρόνια ζούσαμε στο Κιρχάιμ, ένα χωριό έξω από τη Στουτκάρντη και δουλεύαμε στη Σαλαμάντρα, ένα γιγαντιαίο εργοστάσιο κατασκευής υποδημάτων.  Η ζωή μας κυλούσε αλλά εγώ δεν αποτελούσα την πιο ευχάριστη συντροφιά, ούτε προσέφερα την καλύτερη οικογενειακή μας θαλπωρή στα δύο μας παιδιά, την Κατερίνα, την μητέρα σου και τον θείο σου Βασίλη. Πέρασα όλη μου τη ζωή μέσα στη κατήφεια, στην εσωστρέφεια και στη θλίψη. Γύρω μου συνέβαιναν υπέροχα πράγματα αλλά εγώ τα αψηφούσα, φορούσα παρωπίδες και δημιουργούσα συνεχώς προβλήματα προκαλώντας συγκρούσεις. Ως σύζυγος, ο πατέρας και ως άνθρωπος απέτυχα, και όλα αυτά επειδή δεν είχα ένα στόχο στη ζωή μου, μια ελπίδα για να ζω, για να συνεχίσω…
             Όσο για την μικρή αδελφή μου… δεν τη βρήκα ποτέ.  Έψαχνα!  Πότε δεν έπαψα να ψάχνω, όμως κανένα ίχνος της, κανένα σημάδι.  Η Ευτυχία υπήρξε για εμένα το μοναδικό κίνητρο ύπαρξης, ταυτόχρονα όμως μου έφερε τη δυστυχία.  Δεν την κατηγορώ όμως, εγώ φταίω…  εξάλου εγώ κρατούσα τα ινία της ζωής μου, θα μπορούσα να την κατευθύνω αλλιώς, δεν το έκανα όμως και το πλήρωσα ακριβά εγώ και οι γύρω μου χωρίς να φταίνε.  Τώρα συνειδητοποιώ ότι η μικρή η Ευτυχία ίσως να ήταν μία πρόφαση, κατά βάθος ήξερα ότι μπορεί να μην την έβρισκα και ποτέ. Αλλά χωρίς αυτό το μικρό σκοπό η ζωή μου δεν θα είχε κανένα νόημα.
             Γι’ αυτό Ελπίδα μου, η πραγματική ευτυχία της ζωής είναι τα όνειρα και οι προσδοκίες που έχεις για το μέλλον, χωρίς όμως να παραλείπεις και να αμελείς τις μικρές καθημερινές χαρές που συμβαίνουν δίπλα σου.  Με άλλα λόγια  να θέτεις με σύνεση τις προτεραιότητες σου. Ψάξε λοιπόν τα όνειρά σου, ανακάλυψέ τα και ακολούθησε τα, τότε θα βρεις την ευτυχία και δεν θα την χάσεις ποτέ…


………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

             Κάπως έτσι μου τα διηγήθηκε, έπειτα έκλεισε τα μάτια.  Πρώτη φορά μετά από ογδόντα ολόκληρα χρόνια κοιμήθηκε γαλήνια. Η κατήφεια και η λίπη τον εγκατέλειψε τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής του.  Στο πρόσωπό του αντανακλούσε η ελπίδα ότι θα λάβει συγχώρεση από εκείνους που ταλαιπώρησε χρόνια.  Άλλωστε, μου τα είχε εξομολογηθεί όλα κάτι το οποίο τον απάλλασσε από τις τύψεις που κουβαλούσε μία ζωή.
             Του υποσχέθηκα ότι θα ψάξω την ευτυχία, θα ψάξω και θα τη βρω!
          







Κυριακή Γαϊτανίδου Γ’5
2015-2016
Copyright © 2014 Κυριακούπολη. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου