Did you miss something? Keep Reading

Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Ιστορία "Η Κωνσταντία στον πίνακα του χρόνου"

Η Κωνσταντία στον πίνακα του χρόνου



Η Κωνσταντία ετοιμαζόταν όπως κάθε άλλο πρωινό για να πάει στο σχολείο της. Σήμερα όμως δεν ήταν μία συνηθισμένη μέρα με μαθήματα, διαγωνίσματα και ερωτήσεις. Σήμερα το δημοτικό σχολείο θα πήγαινε εκδρομή – και μάλιστα στη Λεβέντειο πινακοθήκη.  Πρόκειται να μελετήσουν και να παρατηρήσουν την έκθεση του μεγάλου κύπριου καλλιτέχνη, Αδαμάντιου Διαμαντή. Το νεαρό εντεκάχρονο κορίτσι ήταν πλημμυρισμένο από αδημονία καθώς από πολύ μικρή είχε φανερώσει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις τέχνες και πράγματι είχε πολύ ταλέντο.  Έτσι λοιπόν, φόρεσε την σχολική στολή, πήρε το σακίδιό της και ξεκίνησε για το σχολείο.
          Πολύ σύντομα βρισκόταν επιτέλους στην πολυαγαπημένη της πινακοθήκη.  Τώρα μπροστά στο αξιοθαύμαστο έργο, ‘ο κόσμος της Κύπρου’,  η μικρή Κωνσταντία με πλήρη προσήλωση, κοίταζε επίμονα τον πίνακα.  Είχε απομακρυνθεί από την υπόλοιπη τάξη της η οποία συνέχιζε την ξενάγηση.  Εκείνη παρέμεινε εκεί σαν να ήταν μαγεμένη από τα βλέμματα τον εικαστικών προσώπων του Αδαμάντιου Διαμαντή.
-     «Κωνσταντία …   Έλα!»  ακούστηκε μία απαλή φωνή.
-     «Ποιος είναι; Που να έρθω;»  ρώτησε φωναχτά η Κωνσταντία, κοιτάζοντας ακόμα πιο επίμονα τον πίνακα.
-     «Πιάσε το χέρι μου…»  συνέχισε η φωνή και ξάφνου ένα χέρι από λαδομπογιά ξεπρόβαλε από την εικόνα.
Η Κωνσταντία, σχεδόν υπνωτισμένη άπλωσε το λεπτό χεράκι της και …  εξαφανίστηκε!  Κανείς δεν την είδε και κανείς δεν την έψαξε!

    Ένα ζεστό ρίγος διαπέρασε το κορμί της και δυνατό φως ένιωσε στα κλειστά της βλέφαρα.  Οι αισθήσεις της είχαν επανέλθει. Ένιωθε το οργωμένο χώμα να αγκαλιάζει την πλάτη και το κεφάλι της.  Άπλωσε τα χέρια της και ψηλάφισε το έδαφος – ναι, ήταν όντως οργωμένο χώμα.  Άνοιξε τα μεγάλα μελιά μάτια της και αντίκρισε τον καταγάλανο ουρανό με το ζεστό καλοκαιρινό ήλιο που οι ακτίνες του της προξενούσαν θέρμη και γαλήνη.  Δεν ήθελε να σηκωθεί, ένιωθε τόσο ήρεμη.  Τώρα συγκέντρωσε την προσοχή της στη φύση γύρω της.  Άκουγε το κελάιδισμα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων στα κλαδιά των δέντρων.  Όλα αυτά της θύμιζαν το χωριό της που πήγαινε κάθε καλοκαίρι και το είχε νοσταλγήσει τόσο πολύ. 
    Με αργές κινήσεις στάθηκε στα πόδια της και κοίταξε από ενάμισι μέτρο τον τόπο στο οποίο βρισκόταν.  Παρατήρησε ότι δεν φορούσε ποια την σκουρόχρωμη σχολική στολή της, αλλά ένα πανέμορφο λευκό φουστανάκι.  Εκεί κοντά στα πόδια της παρατήρησε μία μικρή μαργαρίτα.  Την έκοψε, την μύρισε και την φύλαξε μέσα στην καλτσούλα της.  
    Ο ζεστός ήλιος την έκανε να διψάσει.  Ευτυχώς λίγο πιο πέρα εντόπισε ένα καφενείο για να ζητήσει ένα ποτηράκι δροσερό νερό.  Σύντομα βρέθηκε μπροστά στην πόρτα. 
-     «Πώ πώ κόσμο που έχει εδώ έξω!»  σκέφτηκε και μπήκε μέσα για να δροσιστεί.
«Μήπως μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό παρακαλώ;»
-     «Βέβαια κόρη μου.  Κάτσε σε μια καρέκλα και θα σε κεράσω και ένα υποβρύχιο βανίλιας για να δροσιστείς.» της απάντησε ο κύριος.

          Ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του κοριτσιού-Πόσο της άρεσε το υποβρύχιο με γεύση  βανίλια….
              Κάθισε σε μία ξύλινη καρέκλα και περίμενε υπομονετικά. Στο διπλανό τραπέζι καθόντουσαν ηλικιωμένοι κύριοι με άσπρα πουκάμισα. Έπαιζαν τάβλι και έπιναν το μεσημεριανό κυπριακό καφεδάκι τους. Συζητούσαν περι την πικρία της ζωής, τις κακουχίες , τους πολέμους. Ακουγόντουσαν αγχωμένοι , ταλαιπωρημένοι και πικραμένοι. Παρόλα αυτά το βλέμμα τους ήταν τόσο πράο όταν κοιταζόντουσαν μεταξύ τους – σαν να συμπλήρωνε ο ένας τον άλλον.
          -«Μα γιατί είναι όλοι τόσο θλιμμένοι ….δεν βλέπουν έξω που είναι χαρά Θεού!» συλλογίστηκε η Κωνσταντία.
          Πάρα ταύτα είχε εντυπωσιαστεί από την αδελφοσύνη που ένωνε τον κυπριακό λαό.
          Ακριβώς δίπλα στο τραπέζι των κυρίων παρευρίσκονταν μία άλλη παρέα ανθρώπων , και δίπλα σε εκείνη την παρέα ακόμα μια…. Το πλήθος  των τραπεζιών έφτανε μέχρι σε σημείο που δεν μπορούσε πλέον να διακρίνει, και όλα ήταν γεμάτα από παρέές ανθρώπων.
          Το υποβρύχιο της είχε έρθει.
          -«Ευχαριστώ πολύ κύριε.» αποκρίθηκε η Κωνσταντία και άρχισε να γλύφει το κουταλάκι.
          Καθώς το απολάμβανε, άκουσε την συζήτηση των δύο ανδρών στο τραπέζι πίσω της.
          -«Τι τραγωδία για τον Παυλή. Έχασε το μονάκριβο κοπέλι του, τον  Χριστάκη .
          -«Πότε το έμαθε?»
          -«Έλαβε τηλεγράφημα από Ελλάδα… ο Χριστάκης είναι αγνοούμενος, αιχμάλωτος των Γερμανών.»


          Η Κωνσταντία θυμήθηκε το μάθημα της ιστορίας για τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, τότε  που ο εχθρός ήρθε από την Γερμανία. Λυπήθηκε που δεν πρόσεχε καλύτερα στο μάθημα όταν η δασκάλα της μιλούσε για τις κακοτυχίες των λαών. Τώρα  ένα παράξενο συναίσθημα  την κυρίεψε , μια κρυάδα να διαπερνάει από το σώμα της ξεκινώντας από την σπονδυλική της στήλη και να καταλήγει στο μυαλό.  Φοβήθηκε – μήπως κινδύνευε και η ίδια;  Σηκώθηκε από την θέση της αποφασισμένη να βρει την άκρη του νήματος σε αυτή την περίεργη κατάσταση που βρέθηκε.  Πρέπει να μάθει ποιος την φώναξε και την τράβηξε μέσα στον πίνακα.  Δεν μπορεί, κάποια εξήγηση θα υπάρχει.  Γιατί να μπει μέσα στον πίνακα;  Τι θέλει ο πίνακας από την Κωνσταντία.
          Για μια στιγμή ο φόβος που ένιωθε νωρίτερα έφυγε και τώρα ένιωσε απροσδόκητη αποφασιστικότητα και επιθυμία για αναζήτηση.  Κατά κάποιο περίεργο τρόπο κατάλαβε πως η ίδια δεν κινδύνευε, αφού βρισκόταν ανάμεσα σε χρώματα και πινελιές.  Εξ’ άλλου, ο πινάκας στην πινακοθήκη δεν ήταν απειλητικός.  Όταν τον πρώτο κοίταξε ένιωσε μόνο περιέργεια και μία θέληση να μάθει εάν υπήρχαν άλλα τραπέζια με καλεσμένος στην συνέχεια του πίνακα.
          Η σκέψη τώρα ήταν συγκεντρωμένη στο να λύσει το μυστήριο. Πέρασε τρία-τέσσερα τραπέζια με παρέες και σταμάτησε. Διαπίστωσε πως ο ρουχισμός των ανθρώπων που συνέχιζε στην απέραντη σειρά, άρχιζε  να αλλάζει. Φαίνονταν σαν να ήταν σε μια άλλη εποχή πολύ νωρίτερα από αυτήν με τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο . Ο κόσμος αυτός της θύμιζε κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που είχε η  γιαγιά της σε πανέμορφες κορνίζες πάνω στο έπιπλο δίπλα  από την τραπεζαρία. Όποτε πήγαινε επίσκεψη ρωτούσε την γιαγιά της: - «Ποιοι είναι όλοι αυτοί στις φωτογραφίες γιαγια?»
Και η γιαγιά της απαντούσε με ένα ζεστό χαμόγελο: -« Είναι η δική μου γιαγιά! Να εδώ είναι η μητέρα μου όταν ήταν στην ηλικία σου!»
          Φορούσαν όμορφα δαντελωτά φορέματα που έφταναν μέχρι τον αστράγαλο. Η μητέρα της γιαγιάς της κρατούσε και μια δαντελένια ομπρελίτσα. Το γεγονός αυτό παραξένευσε την Κωνσταντία καθώς δεν φαίνονταν να έβρεχε! Η γιαγιά της λες και είχε διαβάσει την σκέψη της  απάντησε ότι είναι παρασόλι και το κρατούσαν οι κυρίες εκείνης της εποχής για προστασία από τον ήλιο. Πόσο θα ήθελε και η κωνσταντία να κρατά και εκείνη ένα παρασόλι καθως ο ήλιος είχε αρχίσει να της καίει το πρόσωπο.
          Ήταν πλέον μεσημέρι. –« πωπω…πρέπει να βιαστώ! Η δασκάλα μας είπε να συναντηθούμε όλοι στην είσοδο της πινακοθήκης στις 3:00 ακριβώς!!!! Πρέπει να συνεχίσω την διαδρομή μου στον πίνακα του χρόνου…. ναι μου αρέσει αυτό το όνομα …θα ονομάσω αυτήν μου την μικρή περιπέτεια  η Κωνσταντία στον πινάκα του χρόνου» αναλογίστηκε ενθουσιασμένη.
          Έτσι  εξακολούθησε τον περίπατό της γύρω από τα τραπέζια. Δεν έπρεπε να χάσει όμως άλλο χρόνο.  Ήλπιζε ότι το επόμενο τραπέζι στο οποίο θα αποφάσιζε να σταματήσει θα ήταν και το τελευταίο που θα της έδινε την απάντηση σε όλα εκείνα τα ερωτήματα.
          Ύστερα από πολύ περπάτημα πίστευε ότι ήταν ώρα να πλησιάσει το τραπέζι αντίκρυ της.  Μόνο που εκείνο το τραπέζι ήταν πολύ διαφορετικό από τα άλλα.  Ένα άτομο καθόταν και αγνάντευε με απλανές βλέμμα.  Μία κοπέλα ήταν με πανέμορφο πρόσωπο, μακριά καστανόξανθα σγουρά μαλλιά και φορούσε έναν χρυσό μανδύα με κοχύλια.
          Η Κωνσταντία πλησίασε διστακτικά ελπίζοντας να βρει την απάντηση που έψαχνε.
          Η όμορφη κοπέλα του τραπεζιού άπλωσε το λευκό χέρι της.
-     «Έλα Κωνσταντία …» της είπε με γλυκιά φωνή.
Η Κωνσταντία άφωνη, μόλις είχε ανακαλύψει το άτομο που την έφερε μέσα στον πίνακα.
-     «Μα, εσύ είσαι η αρχαία θεά Αφροδίτη!»  Ανακοίνωσε με ψιθυριστή φωνή η Κωνσταντία.
-     «Ναι, εγώ είμαι και αυτός ο όμορφος τόπος είναι το νησί μου.»
Το μικρό κορίτσι άπλωσε ξανά το χεράκι της νιώθοντας σίγουρη και τεράστια αγάπη για την πατρίδα της.
-     «Κωνσταντία, Κωνσταντία!  Μα τι έπαθες παιδί μου;  Έλα μαζί μας.»
-     «Ε; Ορίστε;  Είπε το κορίτσι με τρεμάμενη φωνή σαν να είχε μόλις συνέλθει από έναν λήθαργο.
-     «Πρέπει να φύγουμε, είναι τρεις η ώρα!  Θα φύγει το λεωφορείο»
Ήταν η δασκάλα της, κυρία Αφροδίτη. Η σχολική εκδρομή στην πινακοθήκη τελείωσε.  Η Κωνσταντία ένιωθε τόσο μπερδεμένη με αυτό που έζησε, αλλά ταυτόχρονα και σιγουριά για τις γνώσεις που αποκόμισε.
          Ανεβαίνοντας στο λεωφορείο για την επιστροφή, ένιωσε μια ενόχληση στον αστράγαλό της.  Έσκυψε να δει τι ήταν.
-     «Α, η μαργαρίτα μου …» Ψιθύρισε κρατώντας το λουλούδι στα χέρια της και κοιτάζοντάς το σαν κάτι εξωγήινο.
-     «Ότι είδα και βίωσα, ήταν αληθινό, και το ξέρω» σκέφτηκε κρατώντας σφιχτά στην γροθιά της το πολύτιμο λάφυρο του ταξιδιού.
-     «Κυρία, κυρία!»  Αναφώνησε η Κωνσταντία δυνατά μέσα στο λεωφορείο.
«Πότε θα γράψουμε εκείνο το τεστ στην ιστορία;»

συγγραφέας: Κυριακή ΓαΪτανίδου

 Copyright © 2014 Κυριακούπολη. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου